Σε περίμενα καιρό τώρα.
Ήξερα πως η ζωή μού χρωστούσε εκείνο το παραμύθι που δίνει απλόχερα σε κάθε κορίτσι.
Σ’ έψαχνα παντού
και δε σ’ έβρισκα. Κι όσο δε σ’ έβρισκα, τόσο τρελαινόμουν. Κι όσο
τρελαινόμουν, τόσο απογοητευόμουν στην ιδέα πώς θα μείνω μόνη.
«Μοναξιά». Άσχημο
συναίσθημα. Ίσως όσο άσχημη ακούγεται κι από μόνη της η λέξη.
Πώς να χωρέσεις εσύ, ο
«ένας», σ’ έναν τόσο μεγάλο κόσμο;
Πώς ν’ αντέξεις έναν
κόσμο που φτιάχτηκε από δύο ζευγάρια χέρια;
Λένε πως ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Εγώ θα σου πω, πως ο
κόσμος είναι πολύ μεγάλος, ειδικά όταν νιώθεις μόνος.
Έτσι ένιωθα κι εγώ εκείνο το βράδυ που σε γνώρισα.
Πολλοί οι φίλοι, καλές οι μουσικές,
αλλά εγώ μόνη. Μου φαίνονταν όλα τόσο
απειλητικά. Τόσο ερμητικά μακριά από μένα. Ώσπου, εμφανίστηκες.
Μελαχρινός, γεροδεμένος, αφάνταστα δυναμικός και με μια
αστείρευτη γοητεία. Δε χρειάστηκαν πολλά. Μόλις το βλέμμα σου διασταύρωσε με το
δικό μου, η δουλειά είχε γίνει.
Μιλούσαμε όλο το βράδυ, για πάσης φύσεως θέματα. Σημαντικά
κι ασήμαντα, προσωπικά και μη.
Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει και τρόμαξα. Μου πήρε λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβω πως
χαμογελούσα αβίαστα, από καρδιάς που λένε όσοι ξέρουν, κι όχι από υποχρέωση.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν σαν νερό. Συναντιόμασταν,
γελούσαμε και, κάπου εκεί, με φίλησες.
Ήταν όπως ακριβώς το
ήθελα!
Όπως ακριβώς το
φανταζόμουν!
Ένα φιλί περιτριγυρισμένο από παραμυθένιες
συνθήκες, γεμάτες χρώμα, μελωδία κι αρώματα. Και μέσα σ’ όλα αυτά, εμείς! Εμείς,
οι μικροί, αντιμέτωποι με κάτι τόσο μεγάλο.
Πνιγήκαμε απ’ τη λαχτάρα μας ο ένας για το κορμί του
άλλου.
Κάναμε έρωτα σαν να
ξέραμε πως το «αύριο» δε θα υπάρξει. Έμαθα κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Σου
παραδόθηκα άνευ όρων κι αφέθηκα να με πας όπου θες.
Κατασπαράξαμε ο ένας τον άλλο, για να
μας κουβαλάμε πάντα μέσα μας.
Οι μέρες πέρασαν και τη θέση τους πήραν οι εβδομάδες, οι
μήνες κι εμείς, ακόμη εκεί.
Συνέχιζες να με κρατάς απ’ το χέρι και να περπατάμε, κάποιες φορές, σε διαφορετικά επίπεδα. Συνέχιζα να σε κοιτάω, όπως το πρώτο μας
βράδυ.
Θυμάσαι το παιχνίδι με τα ματάκια;
Πάντα παραπονιόσουν πως δεν τα κρατούσα αρκετά κλειστά
και δεν προλάβαινες να κρυφτείς. Ξέρεις κάτι; Φοβόμουν να τα κλείσω, μην
τυχόν τ’ ανοίξω κι έχεις χαθεί.
Τρομάζω στη σκέψη πως κάποια στιγμή μπορεί το χέρι μου να
μείνει ξανά άδειο.
Ίσως γι’ αυτό μερικές
φορές, στο κρατάω σφιχτά. Ίσως περνάω τόσο καλά μαζί σου, που θέλω να
επιβεβαιώσω στον εαυτό μου πως όντως υπάρχεις.
Ίσως επειδή ο κόσμος είναι ομορφότερος όταν με κρατάς.
Ο κόσμος φτιάχτηκε
για δύο, μάτια μου. Για να τον ζουν δύο.
Χαίρομαι που τον ζω μαζί σου κι αν μπορούσα, θα τον
ξαναέφτιαχνα απ’ την αρχή, μαζί σου…