Μια μοναχική βόλτα σε γνώριμους δρόμους της παιδικής ηλικίας μπορεί να φέρει ξανά στην επιφάνεια αναμνήσεις που πίστευες πως είχες ξεχάσει. Σκιές που τρέφονται από την νύχτα, θύμησες από τον αδερφό που νόμιζες ότι γνώριζες, και μια ανατροπή που δεν περίμενες…
«Ο Αδερφός», μια ιστορία σκοτεινής νοσταλγίας και ψυχολογικής αγωνίας από τον Θάνο Δημητρογιάννη.
Καλωσορίσατε στα Spooky iLovers Afternoons.
Στη στροφή του δρόμου στάθηκε στην άκρη του φωτός της μοναδικής λάμπας που υπήρχε. Όσο έφτανε το μάτι του από εκεί και πέρα σκοτάδι. Σκοτάδι που ήταν λες κι άπλωνε τα νύχια του να τον αρπάξει, παρόλο που ήξερε πως κάθε τέτοια σκέψη ήταν πέρα για πέρα ανόητη.
Αυτοί οι δρόμοι του ήταν γνώριμοι. Ανάμεσα σε αυτά τα χωράφια έκανε μικρός ποδήλατο. Βέβαια φρόντιζε πάντα να ήταν μέρα και να μην απομακρύνεται πολύ από το μεγάλο του αδερφό, ο οποίος βέβαια σπάνια τον προστάτευε, του έδινε όμως μια ψευδαίσθηση φροντίδας από οικείο πρόσωπο.
Τώρα ήταν ενήλικας και το αυτοκίνητό του ήταν μισό χιλιόμετρο πιο πίσω. Η μηχανή μάς είχε αφήσει χρόνους. Δεν είχε μπαταρία στο κινητό να καλέσει οδική βοήθεια και με ένα φακό που βρήκε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου είχε περπατήσει περίπου μισό χιλιόμετρο.
Ήθελε θάρρος να το κάνεις αυτό, για το οποίο βέβαια δε φημιζόταν κι ιδιαίτερα. Σίγουρα ήταν καλύτερο να κινείται από το να μείνει στα σκοτεινά και σίγουρα δεν ήθελε να δει τι μπορούσαν ν’ αποκαλύψουν οι δυνατοί προβολείς του αυτοκινήτου μέσα στα χωράφια. Όταν θα τελείωνε τελείωνε η μπαταρία του αυτοκινήτου, το φως θα έσβηνε απότομα κι αυτό θα ήταν δέκα φορές χειρότερο.
Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να προχωρήσει πέρα από τον κύκλο του φωτός. Αισθανόταν μια ζεστή ασφάλεια εκεί μέσα. Ήξερε ότι οι φόβοι του ήταν παράλογοι και πως δεν υπήρχε τίποτα να παραμονεύει στις σκιές καθώς επίσης ότι, σε δύο χιλιόμετρα παρακάτω, θα έβρισκε μπροστά του την εθνική, όπου μπορούσε να ελπίζει σε βοήθεια από κάποιο διερχόμενο όχημα.
Θυμόταν τότε που στα μέρη αυτά, έξω από το χωριό του, έκανε μικρός ποδήλατο με τον αδερφό του. Οι γονείς του φαινόταν να μην του δίνουν ιδιαίτερη προσοχή, σε βαθμό που κάποιες φορές αισθανόταν άσχημα για εκείνον. Μερικές φορές μάλιστα φαίνεται ότι δεν του μιλούσαν καν.
Αυτός του είχε μάθει ποδήλατο, μπάλα, μπάσκετ, μέχρι και Playstation, στο οποίο ήθελε να παίζουν διπλό, ακόμα κι αν είχαν ένα μόνο χειριστήριο. Εκείνος φαινόταν να τα ξέρει όλα αυτά από τότε που γεννήθηκε. Από τότε που πρώτο περπάτησε. Είχε έμφυτα ταλέντα σε όλα.
Περίεργο.
Θυμόταν μια φορά που, ενώ έκαναν ποδήλατο, ο αδερφός του έπεσε στο χαντάκι. Σαν τρελός λοιπόν είχε φωνάξει τους γονείς του. Εκείνοι τον αποπήραν λέγοντάς τον υπερβολικό, να μη λέει βλακείες και να μην τους τρομάζει άδικα, ότι δεν χτύπησε κανένας, και να πάει για ύπνο γιατί είχε νυχτώσει κι έκανε και κρύο.
Δε θα πήγαινε για ύπνο, όμως, αν δε βοηθούσε τον αδερφό του. Από τότε ήταν αχώριστοι.
Τελικά πήρε το θάρρος να προχωρήσει πέρα από το ζεστό φως της λάμπας της κολώνας. Ήταν ενήλικος, ήταν ντροπή να φοβάται μπαμπούλες. Αν είναι δυνατόν.
Μάζεψε όσο θάρρος του είχε απομείνει και άρχισε να τρέχει προς τα φώτα της εθνικής που άρχισαν να φαίνονται σιγά-σιγά από μακριά.
Τελικά έφτασε. Πολύ κοντά ήταν ένα πάρκινγκ από αυτά που κάνουν στάση για ξεκούραση οι οδηγοί και τα λεωφορεία. Ζήτησε ευγενικά να κάνει ένα τηλέφωνο από το κινητό ενός οδηγού και ένα power bank να φορτίσει λίγο το δικό του, μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια.
Τελικά κατάφερε να κάνει ένα τηλεφώνημα στη μητέρα του η οποία φάνηκε να χάρηκε πολύ που τον άκουσε.
“Μην ανησυχείς, τέλος καλό όλα καλά. Αυτά συμβαίνουν. Αφού δεν χτύπησες όταν έμεινε το αμάξι, όλα καλά. Ευτυχώς σου συνέβη κοντά στο χωριό μας, που έπαιζες μικρός αν θυμάσαι“ του είπε η μητέρα του.
”Λογικά τα θυμάσαι, κι ας έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε”.
Βρήκε την ευκαιρία να της πει ότι θυμήθηκε τα πάντα για το μέρος, πως έπαιζε μικρός με τον αδερφό του, τις αταξίες τους, το πώς τα έκαναν όλα μαζί. Της είπε για όσα του έμαθε, για την μπάλα κι όλα τα άλλα και πως ήταν αχώριστοι. Τα θυμόταν με μια γλυκιά νοσταλγία.
Σιγή από την άλλη πλευρά της γραμμής.
Αρκετά δευτερόλεπτα σιωπής.
“Αγάπη μου…θα σου πω κάτι που ίσως σου φανεί παράξενο, αλλά θέλω να με ακούσεις ήρεμα και με ψυχραιμία”, του είπε η μητέρα του. “Να θυμάσαι ότι σε αγαπάω και είμαι δίπλα σου”.
“Τι είναι μητέρα;”
“Δεν έχεις αδερφό. Ποτέ δεν είχες.”