Επτά το πρωί. Σηκώνομαι.
Ανοίγω ραδιόφωνο. Το remix των (pH)2 «Μη μου πεις τίποτα» πλημμυρίζει την
κουζίνα και την ψυχή μου.
Ετοιμάζω πρωινό. Χαμογελαστή μάνα-μητέρα-μαμά.
Φτάνω σχολείο. Όλοι εκεί. Οι μπαμπάδες, οι παππούδες, οι μαμάδες.
– Καλημέρα!
– Πού την είδες; Ειδήσεις δε
βλέπεις;
Στιγμές σαν κι αυτή θες νʼ αρπάξεις την άλλη απʼ το μαλλί και μʼ ένα
«ζετέ» όλο χάρη, να τη ρίξεις στο χαλίκι και να πανηγυρίζεις το χρυσό
ψυχολογικό μετάλλιο!
Χαμένη ευκαιρία αφού, τελικά,
αποφασίζεις να μην κάνεις τίποτα και μένεις να χαμογελάς σφίγγοντας τον θυμό
πίσω απʼ τα δόντια. Δεν αξίζει να πέσεις δυο ορόφους κάτω απʼ το επίπεδό σου.
Αλήθεια, πόσα τέτοια σκηνικά ζούμε
καθημερινά;
Στιγμές που ο γείτονας, ο συνάδελφος, ο σύντροφος ή, ακόμα χειρότερα, ο φίλος,
βλέπουν το χαμόγελο, την αισιοδοξία, τη λάμψη σου και την πατάνε σαν γόπα σε
χώρο μη καπνιζόντων!
Θες από αμηχανία; Θες από μιζέρια; Το σίγουρο είναι πως κυκλοφορούν
ανάμεσά μας εφοδιασμένοι με «μιζερόπλα», έτοιμοι να στήσουν το χαμόγελο στο εκτελεστικό
απόσπασμα.
Τι κάνουμε τότε; (όχι,
πραγματικά πείτε μου). Κρύβουμε το χαμόγελο; Φοράμε στην αισιοδοξία μάσκα και τη
βγάζουμε βόλτα μόνο μετά τα μεσάνυχτα; Κυκλοφορούμε σε παράνομα undergroundsmileybars; Δίνουμε ραντεβού με τους ανώνυμους
αισιόδοξους με κωδικούς;
Μήπως οι φράσεις τύπου «που
την είδες την καλή μέρα;», «ας τα λέμε καλά», «τι να πει κανείς», στην
πραγματικότητα είναι οι κωδικοί της
σκιαγμένης αισιοδοξίας; (πείτε μου να χαρώ). Είναι κι αυτός ένας τρόπος δε
λέω. Αλλά μήπως η αισιοδοξία σας έχει
βαρεθεί να ζει στο Κωσταλέξι που την έχετε αναγκάσει; Μήπως θέλει να βγει
λίγο στο φως της ημέρας; Να κυκλοφορήσει βρε παιδιά, επίσημα (με παπά και με
κουμπάρο), στα καλά σαλόνια;
Αν έχετε υποκύψει στην παρανομία
και κρύβεστε, να ξέρετε πως έχετε πέσει θύμα bullingτης μαφίας
των απαισιόδοξων. Και από αυτό το είδος, ούτε
ο ίδιος ο Σφακιανάκης δε μπορεί να σας σώσει! Σκεφτείτε το: πως απαντάμε σε
έναν απαισιόδοξο μπούλ(η)ι;
Κι αν είστε και πιο κουλτουριάρηδες σας παραθέτω κι ένα
ποίημα να τους το στρίβετε στα μούτρα κάθε φορά που θα σας σερβίρουν τη γκρίνια
καπέλο.
«Μου ζητάς να είμαι σοβαρή, σκεπτική,
ρεαλιστική.
Να
προβληματίζομαι, να πανικοβάλλομαι, νʼ αγχώνομαι.
Να τρώω
τα νύχια μου, να δαγκώνω τα χείλη μου, να ξεροκαταπίνω.
Η ζωή
είναι γλυκιά, θυμάσαι; Είναι ηλιόλουστη. Φόρεσε τα γυαλιά σου! Αν δεν μπορείς,
όμως, πάρε τα σύννεφά σου απʼ τον ουρανό μου.
Μου λες
να μη χαμογελώ συνέχεια. Ok, αλλά
εσύ θα κάνεις ρυτίδες στο τέλος!
Μου λες
να δω τα πράγματα όπως είναι. Eσύ, όμως,
τα βλέπεις;
Μου λες να προσγειωθώ. Πρόσεξε, γιατί εσύ θα είσαι διάδρομός μου.
Βρήσκεις
κενή την ένταση, το δράμα και το χιούμορ μου… Σε ενοχλεί που γελάω με την ίδια ευκολία με την οποία κλαίω… Με ενοχλεί
που δεν κάνεις το ίδιο!
Μου ζητάς να μεγαλώσω. Εσύ, αλήθεια, πιστεύεις πως τα κατάφερες;
Μου ζητάς να σταματήσω να είμαι αυθεντική: Να προσποιούμαι. Άσε, το κάνεις καλύτερα.
Άσε με να πετάω, στο κάτω-κάτω, τα δικά μου
φτερά θα κάψω!
Μου
ζητάς να μην απαιτώ πολλά από τους άλλους… Μα, κοίτα γύρω σου, δεν είμαι η
μόνη!»