”Κι ύστερα ήρθαν οι Seattles” είπε η Εύη στο πρώτο podcast των ilovers.gr ‘‘From Stage to Backstage”. Μια γενιά που παραμέρισε το glam rock των 80’s κι αντί να τραγουδά, ήθελε να ουρλιάζει. Αυτή της η απρόσμενη παρατήρηση, έκανε ένα reverse στο γραναζάκι του χρόνου.
Με γύρισε πίσω, στην εφηβεία μου, τότε που το δισκάκι ”In Utero” έπαιζε ξανά και ξανά στο discman κι εγώ σαν έφηβη γέμιζα τετράδια με λέξεις θυμού, απογοήτευσης, αναζήτησης του ποια είμαι κι ερωτήσεις αναπάντητες στο γιατί νιώθω να μην χωράω πουθενά. Οι στίχοι του Heart-Shaped Box ήταν γραμμένοι με ανεξίτηλο στη σχολική μου τσάντα, σαν μια υπενθύμιση της δυσκολίας μου ν’ ανήκω. Μπορεί να μην καταλάβαινα όλους τους στίχους τότε, καταλάβαινα όμως το πώς ένιωθα, όταν πατούσα το κουμπί play.
O Kurt Cobain, ο οποίος υπήρξε το ”crash” της εφηβείας μου, δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής. Ήταν μια παραφωνία, μια κραυγή για όλους εμάς που δε βρίσκαμε φωνή. Που δεν ξέραμε πώς να πούμε ”πονάω” σε μια εποχή που οι ορμόνες έκαναν party, που συγκρουόμασταν με την ίδια την κοινωνία, το σπίτι, τους γύρω μας, την αδικία της καθημερινότητας απ’ το σχολικό περιβάλλον και τις αλλαγές που δεχόμασταν απανωτά, χωρίς ανάσα (οι Millennials κουνούν το κεφάλι συγκαταβατικά, γιατί οι Millennials ξέρουν!). Παίρναμε το ”γαμώτο” μας και το κάναμε στίχους, μουσικές, συναυλίες ή κλεινόμασταν στα δωμάτιά μας σκιτσάροντας, διαβάζοντας ή απλά ακούγοντας μουσική στο τέρμα.
Το πρώτο βιβλίο που είχα διαβάσει τότε για εκείνον, ήταν η μυθιστορηματική βιογραφία ”Καταραμένο Είδωλο” του Τομάζο Πίντσιο. Μια συγγραφική προσπάθεια (όχι για να εξηγήσει τη φιγούρα του Kurt) που αποτελούσε μια θέση παρατήρησης πίσω απ’ τη σκηνή, όταν τα φώτα σβήνουν και βλέπεις τον άνθρωπο γυμνό, χωρίς κοινό και την ταμπέλα του frontman των Nirvana.
” Ήθελε να εξαφανιστεί χωρίς να πεθάνει” είχε γράψει ο Πίντσιο, και κάπου εκεί ο εφηβικός μου εαυτός κόλλησε, γιατί ήταν κάτι που είχα ευχηθεί πολλές φορές, σε μια προσπάθεια να κρυφτώ απ’ όσα ένιωθα να με κυνηγούν.
Διαβάζοντας τα Ημερολόγια του Cobain, δε βλέπεις έναν ροκ σταρ. Κοιτάς έναν άνθρωπο διαλυμένο από μέσα. Ένα παιδί εγκλωβισμένο στο σώμα ενήλικα που γράφει άναρχα, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με φόβο κι αμφιβολία. Κάποιον που δεν αντέχει να κρατάει άλλο μέσα του όσα νιώθει και τα βγάζει με στίχους και γρατζουνισμένους ήχους.
Αισθανόταν σαν μια πληγή που δε θα κλείσει ποτέ. Μια πληγή που όλοι κοιτούν, μα κανείς δε βλέπει.
Έγραφε πως σταμάτησε να είναι πραγματικά ευτυχισμένος από την ηλικία των 7 ετών. Από τότε κι ύστερα, όλη του η ύπαρξη ήταν μια διαρκής κραυγή για βοήθεια, όχι θεατρική, όχι δραματική. Μια ειλικρινής, παιδική ανάγκη κάποιος να τον αγκαλιάσει, χωρίς να τον κρίνει. Οι καταχρήσεις δεν ήταν μια ροκσταρική πόζα, ούτε η λύση για το μυστηριώδες αυτοάνοσο που τον ταλαιπωρούσε με το στομάχι του. Ήταν το μόνο που ήξερε να κάνει για να μουδιάζει τον πόνο. Όχι τον σωματικό. Εκείνον τον σκοτεινό που φωλιάζει μέσα σου και σε καταπίνει σιωπηλά μέρα με τη μέρα.
Ο Kurt Cobain υπέφερε σχεδόν από την παιδική του ηλικία από την κατάθλιψη, κάτι που δεν έκρυψε ποτέ και μιλούσε ανοιχτά και ξεκάθαρα. Για την ενοχή του που δεν μπορούσε να χαρεί, ακόμα κι αν για τον κόσμο είχε τα πάντα. Για τον φόβο του όταν ένιωθε πληρότητα. Για κάθε αρχή που έκανε να βγει στην επιφάνεια και που ξανά βυθιζόταν. Για τη φήμη που είχε γίνει φυλακή.
Ένιωθε προϊόν. Ένα κουρασμένο, πληγωμένο προϊόν που δεν μπορούσε να πει ”όχι” κι αφηνόταν να τον χρησιμοποιούν όλοι. Δεν άντεχε να υποκρίνεται. Έφτασε να λέει πως νιώθει σαν να χτυπάει κάρτα, πριν βγει στη σκηνή και δεν ήθελε να κοροϊδεύει τον κόσμο και τον εαυτό του. Ζήλευε την άνεση του Freddie Mercury ν’ αλληλεπιδρά με τον κόσμο και να γεμίζει από την ενέργειά του, ενώ αυτός ήθελε απλά να κλειστεί στον εαυτό του και να φτιάξει μουσική. Για εκείνον η ευαισθησία του ήταν τροχοπέδη στο να μπορέσει ν’ αγκαλιάσει αυτή την ψευδαίσθηση.
Πολλοί δεν γνωρίζουν πως ο Cobain δεν ήταν μόνο μουσικός. Ήταν ένας βαθιά δημιουργικός άνθρωπος, με ταλέντο στη ζωγραφική. Λέγεται μάλιστα πως αν δεν είχε ασχοληθεί ουσιαστικά με τη μουσική, κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν ένας καταπληκτικός comic artist. Το σχέδιο ήταν η διέξοδός του να πλάθει κόσμους, όπου θα μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Τα σκίτσα του είχαν χιούμορ, σκοτάδι, παιδικότητα, ειρωνεία, στοιχεία που χαρακτήριζαν και τα τραγούδια του.
Ήταν ένας έφηβος, ένας Πίτερ Παν σ’ ένα δοχείο αντρικό. Ένα παιδί που δεν έμαθε να του μιλούν ή να του φέρονται με καλοσύνη κι έτσι έκανε διάλογο με μουσικές, βλέμματα και σιωπές.
Ο Kurt δεν τραγουδούσε. Ξερίζωνε λέξεις από μέσα του. Η φωνή του δεν ήταν τεχνική. Ήταν τραχιά, σπασμένη, ακατέργαστη, σαν κόλαση από τα έγκατα της ψυχής του. Είχε, όμως, αλήθεια. Κι αν καμιά φορά έβγαζε κοροϊδευτικά την γλώσσα μέσα από τους στίχους, όπως κάνουν τα παιδιά αντιδραστικά, δεν έπαυε να είναι μια εξομολόγηση. Ένα ουρλιαχτό προς ένα κόσμο που άκουγε τον Cobain αλλά δεν έβλεπε τον Kurdt (όπως προσφωνούσε τον εαυτό του).
Το εμβληματικό live στο MTV Unplugged κι η διασκευή του τραγουδιού του David Bowie ” The man who sold the world” ήταν η προσωπική του παραδοχή. Μπορεί να μην το έγραψε εκείνος, αλλά εκείνη τη βραδιά το ένιωσε και το έκανε δικό του. Σαν να τραβούσε πλάνο της ζωής του σε τρίτο πρόσωπο. Σαν να έλεγε ”Ναι εγώ είμαι εκείνος που πούλησε τον κόσμο και μαζί τον εαυτό μου”.
Γιατί όσο κι αν λάτρευε να δημιουργεί, δεν μπόρεσε ποτέ να διαχειριστεί, μέσα από τη σπασμένη του αρτιότητα, τη διασημότητα. Τον έπνιγε, τον απογύμνωνε από τον πυρήνα του. Ήθελε να τον ακούν σαν άνθρωπο, όχι σαν εμβληματικό σύμβολο της ροκ σκηνής. Σ’ εκείνο το τραγούδι, καθισμένος με την κιθάρα του, δεν τραγουδούσε. Έλεγε αντίο στον εαυτό του.
Στο τελευταίο του γράμμα, πριν αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή του, ένα χειρόγραφο σπαρακτικό, γεμάτο ενοχές αλλά και τρυφερότητα, ο Cobain αποχαιρετά με λόγια που στάζουν αγάπη αλλά και λύπη ταυτόχρονα. Μιλά για την γυναίκα του την Courtney, την κόρη του Frances, για τον κόσμο που τον λάτρεψε αλλά και για τον εαυτό του που δεν μπορούσε ν’ αντέξει.
Δεν έφυγε γιατί δεν είχε μέσα του αγάπη. Έφυγε γιατί ήταν τόσο ραγισμένος που δεν μπορούσε να τη σηκώσει. Γιατί σκεφτόταν κι ανέλυε πάρα πολύ, γιατί αναγκαζόταν να προσποιείται και δεν άντεχε να συνεχίσει να παριστάνει πως είναι καλά. Γιατί εδώ που τα λέμε, η κοινωνία του τότε δεν μπορούσε να κατανοήσει και ν’ αγκαλιάσει την ανάγκη αυτή, πράγμα που παλεύουμε να καταφέρει έως και σήμερα.
Ο Kurt Cobain ήταν σαν μια μουσική παραφωνία. Ένα ντο μινόρε που δεν ταίριαζε στην παρτιτούρα αυτού του κόσμου. Στο τέλος, εκείνος παραιτήθηκε. Δεν μπόρεσε να ζήσει μέσα στους κανόνες, στα φώτα, τις απαιτήσεις. Το star system δεν είχε χρόνο για έναν άνθρωπο που πάλευε με τη μανιοκατάθλιψη. Για εκείνο ήταν ο πετυχημένος anti-star που έβγαζε sold-out τις συναυλίες και γέμιζε την μπάνκα τους χρήμα.
Μέσα, όμως, από τις ρωγμές του, μας έδειξε κάτι πιο βαθύ: Πως ακόμα κι αν είσαι παράξενος, μοναχικός, ιδιαίτερος, αταίριαστος, δεν χρειάζεται να ψάξεις ή να στριμωχτείς σε μια θέση για να χωρέσεις. Μπορείς να δημιουργήσεις τον δικό σου τρόπο να υπάρξεις μέσα από τα ταλέντα σου κι όλα εκείνα που αγαπάς. Τον δικό σου ήχο. Τα δικά σου γραπτά. Τα δικά σου σχέδια. Τη δική σου φωτιά που καίει τα σωθικά. Τον δικό σου, μοναδικό τρόπο να λάμψεις και ν’ ανθίσεις.
Ο Cobain δεν νίκησε τους δαίμονές του, αλλά μας έδωσε έναν χάρτη για να μην χαθούμε στους δικούς μας.
Κι αυτό, για κάποιους από εμάς, είναι λύτρωση και σωτηρία.
Όπως θα έλεγε κι εκείνος…
Peace. Love. Empathy.