Η κρυφή ιστορία της Νεφέλης.
Πάει καιρός που δε μιλάμε, που χάσαμε
κάθε ίχνος επικοινωνίας κι η αλήθεια είναι πως καλύτερα έτσι. Όσο και να
λατρεύω ν’ ακούω τη φωνή σου, όσο κι αν μ’ αρέσει να μαθαίνω νέα σου, να σε
βοηθάω σε πράγματα και να βλέπω το χαμόγελό σου, καλύτερα.
Όσο κι αν τρελαίνομαι να μου
μαθαίνεις πράγματα, να με μαλώνεις που άργησα πάλι να ξυπνήσω κι έχασα όλη μου
τη μέρα, καλύτερα.
Έκλαψα, στεναχωρήθηκα, ήπια,
ξέσπασα, άκουσα τα τραγούδια μας κι έφερα στο μυαλό μου όλες μας τις στιγμές. Δυσκολεύτηκα
πολύ να μη σε φέρνω στο νου μου κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Έχω ακόμα κάποια ρούχα σου φυλαγμένα
στο συρτάρι. Ξεχασμένα ρούχα που άφησες εδώ γιατί δεν ήθελες να περάσεις ξανά
από το σπίτι. Έφτιαχνα την ντουλάπα μου και τα βρήκα.
Θυμήθηκα που φορούσες εκείνη τη
λευκή φόρμα στην πρώτη μας συνάντηση, βρήκα τη βερμούδα που σου είχα κάνει δώρο
στα γενέθλιά σου, βρήκα ακόμα κι εκείνο το φανελάκι που λερώσαμε όταν σου
μάθαινα να μαγειρεύεις κι έχει κρατήσει στάμπες από τα λάδια.
Ο αρκούδος που μου είχες κάνει
δώρο τη μέρα που ανταλλάξαμε το πρώτο μας φιλί, κρατάει ακόμα τ’ άρωμά σου. Δεν
ξέρω πώς γίνεται μετά από τόσο καιρό, μα κάθε φορά που τον αγκαλιάζω για να
κοιμηθώ, έρχεσαι στο μυαλό μου.
Ανέκαθεν σου έλεγα πως πάντα θέλω
κάτι ν’ αγκαλιάζω για να κοιμηθώ γι αυτό και μου τον είχες χαρίσει. Στην αρχή
γέλασες κι έλεγες πως τα βράδια που θα μου λείπεις, θα μου κρατάει συντροφιά
εκείνος μα στην πορεία ζήλευες κι έλεγες πόσο τυχερός είναι που βρίσκεται κάθε
μέρα ανάμεσα στα χέρια μου, που νιώθει τα δάκρυα μου και που με παρηγορεί.
Κάθε γωνία του σπιτιού έχει κάτι
να μου θυμίσει από εσένα. Νιώθω εγκλωβισμένη στο ίδιο μου το σπίτι και με
τρελαίνει αυτό. Τα στιχάκια που υπάρχουν ζωγραφισμένα στον τοίχο μου, οι καρδιές
με τ’ αρχικά μας, οι αφιερώσεις σου με υπογραφή από κάτω το ψευδώνυμό σου, όλα.
Όταν ακούω αυτοκίνητο να περνάει
σπινιάροντας από τη γειτονιά, ή κυκλοφορεί αμάξι με τέρμα μουσική σε απόσταση
100 μέτρων, πάντα τρέχω στο μπαλκόνι να δω αν είσαι εσύ. Ξέρω πως δεν είσαι,
όχι πια, δεν μπορείς να είσαι, αλλά πάντα περνά από το μυαλό μου κι η καρδιά
μου χτυπά σαν μανιασμένη.
Πάντα με κάνει να θυμάμαι τον
πρώτο μας τσακωμό που είχες έρθει κάτω από το σπίτι και μου αφιέρωνες τραγούδια
κι επειδή με σκέφτηκες, έφερες ένα μπουκάλι κρασί κι ένα πακέτο τσιγάρα γιατί
ήξερες πως δεν είχα. Ακόμα κι όταν μαλώναμε με νοιαζόσουν τόσο πολύ.
Από την άλλη, ενώ προσπαθούσα να
μη σκέφτομαι όλα αυτά, να μην κάνω συνειρμούς ακόμα κι όταν το πιο απλό πράγμα
μου θύμιζε εσένα, οι γύρω μου δε βοηθούσαν. Ο μπαμπάς μου, που όπως όλοι ξέρουμε
σ’ είχε σαν παιδί του, να προσπαθεί να μάθει τι έγινε, γιατί τα σπάσαμε, γιατί
έφυγες για να βρει τρόπο επανασύνδεσης.
Να με ρωτάει κάθε μέρα πράγματα
για σένα, να σε αναφέρει σε κάθε μας κουβέντα.Να μου λέει πως δε γουστάρει κανέναν άλλον πέρα από εσένα δίπλα
μου, και να το εννοεί. Να μη θέλει να φέρνω παρέες στο σπίτι που δε συμπεριλαμβάνουν
εσένα, όλα γύρω από εσένα.
Ξέρεις, αυτό δε βοηθάει και πολύ.
Οι φίλοι να με ρωτάνε αν έχω κάποιο νέο, αν έμαθα τι έκανες με τη δουλειά, πώς
περνάς, αν είσαι καλά και τέτοια κι εγώ ν’ αποφεύγω διακριτικά τις συζητήσεις.
Ανακουφίστηκα, κατά μία έννοια, που σπάσαμε τις γέφυρες
επικοινωνίας. Νιώθω πιο άνετη στο να κάνω πράγματα, γιατί ακόμα κι αν δεν
υπήρχε λόγος να σ’ ενημερώνω για το πρόγραμμά μου, έτσι είχα μάθει κι έτσι
συνέχισα να κάνω κι αφότου χωρίσαμε.
Νιώθω πιο ελεύθερη να βγω, να
διαλέξω τι θα φορέσω, να γράψω ό,τι θέλω, όπου θέλω, ν’ ανεβάσω στο facebook ό,τι
φωτογραφία μου έρθει χωρίς να με κατακρίνεις.
Δε χρειάζεται να σου απολογούμαι πια όταν βγαίνω με τους άντρες
φίλους μου ούτε να σκέφτομαι πως θα ζηλεύεις και θα μου κάνεις σκηνή μόλις
γυρίσω. Ναι, αυτές οι σκέψεις με βοήθησαν στο να μη σε σκέφτομαι τόσο
έντονα ακόμα κι αν όλα τα παραπάνω συνεχίζουν να συμβαίνουν.
Σίγουρα, όμως, όλοι έχουμε τις down στιγμές
μας κι εγώ δεν εξαιρούμαι. Πάντα θα έρχεσαι στο μυαλό μου όταν βλέπω κάποιον
της ηλικίας σου να δουλεύει εκεί που δούλευες κι εσύ.
Προχθές πέρασα με τη μητέρα μου
από την αγορά και είδα ένα παλληκάρι να μαζεύει τις προμήθειες του γιατί
ετοιμαζόταν να φύγει. Στα μάτια μου η μορφή του αντικαταστάθηκε με τη δική σου,
σαν την πρώτη φορά που ήρθα στη δουλειά σου. Ή σαν εκείνες τις μέρες που
πηγαίναμε μαζί στη δουλειά και σε βοηθούσα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια και
συνειδητοποίησα πως το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια.
Από εκείνη τη στιγμή ένιωθα
έντονη την απουσία σου ξανά. Λίγα τραγούδια που άκουσα τυχαία (πραγματικά
τυχαία, ήταν στο ραδιόφωνο) κι ένα άρθρο που διάβασα, ήρθαν να με αποτελειώσουν.
Και μάλιστα τη στιγμή που διάβασα το άρθρο, βρισκόμουν μ’ έναν φίλο και μου
είπε πως ψέλλισα τ’ όνομά σου. Ειλικρινά δεν το κατάλαβα και δε θυμάμαι κάτι
τέτοιο. Αλλά δεν έχει κάποιο λόγο να μου πει ψέματα από το πουθενά ο φίλος μου.
Τελειωτικό χτύπημα, ένα μήνυμα
στο facebook. Μου έστειλε κάποιος που έχω καιρό στις επαφές μου μα
δεν είχα μιλήσει ποτέ μαζί του. Με ρώτησε αν γνωριζόμαστε από κάπου κι αν
έχουμε κάποιον κοινό γνωστό.
Μάντεψε, κοινός «γνωστός» μας
βρέθηκες εσύ. Με ρώτησε από πού σε ξέρω
και τα σχετικά. Πώς να εξηγήσω πως ήσουν η ζωή μου; Κομμάτι μου αναπόσπαστο
πια. «Δεν έχει σημασία» αποκρίθηκα κι έκοψα εκεί την κουβέντα.
Πώς να εξηγήσω με λέξεις όλα αυτά που σήμαινες για μένα; Μ’ έκανε
χώμα, ειλικρινά. Πάνω που ένιωθα καλύτερα, πάλι πίσω.
Δε θα σ’ ενοχλήσω, δε θα σου
στείλω ακόμα κι αν καίγομαι να μάθω νέα σου. Μόνο πόνο θα προκαλέσω και στους
δύο. Εύχομαι να μην το κάνεις ούτε κι εσύ, να μη στείλεις. Παράδοξο, αλλά αυτό θέλω, να μην επικοινωνήσεις μήπως καταφέρουμε επιτέλους
και προχωρήσουμε στις ζωές μας.
Εγώ ήδη προσπαθώ απλά στιγμές
όπως αυτή, τίποτα δεν έχει σημασία. Έμαθα από σπόντα πως κι εσύ προχώρησες,
χάρηκα μεν, λυπήθηκα δε. Άραγε να με σκέφτεσαι; Τέλος πάντων, ας μη γίνομαι
πάλι εγωίστρια…
Ας είναι, θα περάσουν κάποιες νύχτες κι ύστερα πάλι θα είμαι καλά.
Κλείνοντας, ξέρω πως ποτέ δεν
ακούς τα τραγούδια που σου αφιερώνω, μα κάνε μια εξαίρεση. Πολλά λόγια που
ήθελα να σου πω, φτιαγμένα σ’ ένα τραγούδι από μια αγαπημένη ερμηνεύτρια.
«Ρώτησαν εμένα, τι σε
είχα… »