Είναι νωπό ακόμα… Αλλά κάποια στιγμή, θα καταφέρω να σε σκέφτομαι μ’ ένα χαμόγελο κι όχι με λαχτάρα… Με λαχτάρα για το τι θα μπορούσαμε να είμαστε, αν αφηνόμαστε. Με χαμόγελο επειδή, εν αγνοία σου, μου έφερες τόσα δώρα!
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς την πάτησα μαζί σου. Δεν άφησα το μυαλό μου να τρέξει. Σου το δίνω, ήσουν εξ αρχής ειλικρινής, δεν έψαχνες για δεσμεύσεις, μόνο για στιγμές. Το ίδιο κι εγώ. Ή έτσι νόμιζα. Όμως οι θεοί γελάνε μαζί μου. Γιατί, βλέπεις, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή, το μυαλό μου ήταν μονίμως κολλημένο σε σένα.
Ίσως επειδή μου θύμιζες το κορίτσι που ήμουν, ίσως επειδή υπήρχαν πολλοί κοινοί τόποι. Πάντα είχες ένα μυστήριο να σε περιβάλλει, ακροβατούσες μεταξύ καλού παιδιού και καθάρματος με ένα δικό σου τρόπο, απίστευτα σαγηνευτικό.
Με άφησες να δω φευγαλέα την παιχνιδιάρικη πλευρά σου, πόση αγάπη μπορούσες να δώσεις, πόσο διψασμένος ήσουν για να τη νιώσεις και τις λάτρεψα αυτές τις στιγμές που αφηνόσουν, χωρίς άμυνες.
Πόσα πράγματα μου έλεγες ότι εσύ δεν τα κάνεις, κι όμως, όταν ήμασταν μαζί, με ένα μαγικό τρόπο λυνόσουν. Κάθε φορά ήταν καλύτερη απ’ την προηγούμενη. Αυτό ήταν το ένα σου πρόσωπο. Το άλλο, κυνικό, αποστασιοποιημένο κι απόλυτο. Όταν δεν ήμασταν μαζί, σιγή ιχθύος.
Κάθε φορά, όλο και πιο πολύ, τα σώματα και οι ψυχές μας ερχόταν κοντά, πυρπολούσαν το δικό μας σύμπαν, φτιαγμένο από αναπνοές, αγγίγματα, πόθο, ένωση. Κι έπειτα, στο τίποτα για βδομάδες.
Κάπως έτσι, ανάμεσα σε μπερδεμένα μηνύματα και εγκεφαλικά παιχνίδια, σε φόβο μην ερωτευτούμε και σε εγωισμό κι από τους δύο, σε αραιές συναντήσεις και σε σεβασμό που αναπτύξαμε ο ένας για τον άλλο, έγινες η εμμονή μου.
Ήρθες όταν νόμιζα ότι η καρδιά μου ήταν ακόμα κλειστή. Μετά από πολύ καιρό, στην αγκαλιά σου, την άκουσα να χτυπάει ξανά. Κυριολεκτικά, είχα χρόνια να ακούσω την καρδιά μου να χτυπάει όπως άλλοτε μέσα στο στήθος μου. Ήταν σαν να ξαναγεννήθηκε στα χέρια σου.
Μου έδειξες ότι μπορώ ξανά να νιώσω, ν’ αναπτύξω αισθήματα, να νοιαστώ, να δοθώ ολόκληρη. Το ειρωνικό της υπόθεσης, με έκανες να συνειδητοποιήσω ότι αξίζω περισσότερα.
Γιατί ξέρεις, με έβαλες σε ένα τεράστιο εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό μου. Με έκανες να βρω τα τραύματα μου και να τα φροντίσω, να βρω τι λάθη έκανα παλιότερα και γιατί. Τι έχω να προσφέρω σ’ αυτόν που θα σταθεί δίπλα μου και τι θέλω από μια σχέση ουσιαστική.
Αυτή τη στιγμή, νιώθω δυνατή, χάρη σ’ εσένα. Μπορώ να ρισκάρω ν’ ανοιχτώ και πάλι, ξέροντας ότι, ακόμα κι αν πληγωθώ, μπορώ να το διαχειριστώ.
Για όλα αυτά, νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη που σε γνώρισα, γιατί έγινες ο καθρέφτης μου, ένας καθρέφτης που μου επέτρεψε να κοιτάξω τα βάθη και τα ύψη μου και να μετρήσω την καρδιά μου. Δε θα άλλαζα με τίποτα τις στιγμές που μοιραστήκαμε.
Τώρα θα μου πεις, γιατί γράφω σε παρελθοντικό χρόνο; Γιατί καρδιά μου, είναι ώρα να φύγω, όσο κι αν θέλω λίγο κι άλλο λίγο ακόμα. Μου είναι δύσκολο, γιατί έγινες κομμάτι μου.
Ελπίζω μόνο, όσα μου έδωσες να πήρες κι εσύ από μένα. Να σου έδειξα πόσο υπέροχος κι άξιος αγάπης είσαι. Παρόλο που δε μιλήσαμε ποτέ ιδιαίτερα για το παρελθόν, έβλεπα την καρδιά σου να φέρει σημάδια.
Ίσως να βρεθούμε ξανά. Με καρδιές ανοιχτές, χωρίς επιφυλακτικότητα. Γκρεμίζοντας τα τείχη του εγωισμού. Ίσως τότε, να μπορούμε να πιαστούμε χέρι-χέρι και να βάλουμε φωτιά στο σύμπαν, γιατί αυτή τη δύναμη έχουμε όταν είμαστε μαζί.
Μέχρι τότε, να σε αγαπάς, να σε φροντίζεις. Να δίνεις τις μάχες σου, ξέροντας ότι εκεί έξω, υπάρχει κάποια που είδε μέσα απ’ τα ραγίσματα της πανοπλίας εσένα, την ψυχή σου και την λάτρεψε.
Όσο κι αν εκείνη αντιστάθηκε.