Μεγάλωσα μέσα σε ένα σωρό υπέροχα ψέματα.
Ο κόσμος για μένα ήταν απλά μια τεράστια παιδική χαρά.
Ο κήπος μου με τα τριαντάφυλλα και τις πολύχρωμες πεταλούδες. «Θα
φύγω», ούρλιαζα στον πατέρα μου, όταν μου έλεγε να φάω όλο μου το φαγητό, «θα
πάω στα βουνά με τους λύκους». Κι ήμουν πάντα πρόθυμη να το κάνω όλες τις φορές
που, σαν παιδί, το έσκασα απʼ το σπίτι ή το νηπιαγωγείο.
Δεν άλλαξα πολύ μεγαλώνοντας. Συνέχισα να επιθυμώ να φύγω, να βρω το
μέρος που ανήκω και να ζήσω επιτέλους εκεί.
Στην αρχή, βρήκα τη διέξοδό μου στη μουσική και στα βιβλία. Μου αρκούσε τότε, βλέπεις, η φαντασία μου κι οι ζωές των άλλων. Αλλά ήθελα
και άλλο. Ζητούσα την περιπέτεια, τον πραγματικό κίνδυνο, τα μεγάλα κυνήγια.
Βαριόμουν τα καθημερινά.
Με την πρώτη ευκαιρία έτρεχα στα δάση κι έψαχνα τους λύκους. Δεν τους βρήκα
εκεί (ευτυχώς, λέω τώρα) και πάντα γύριζα σπίτι με την ίδια απογοήτευση.
Οι γονείς μου μʼ έλεγαν «αλαφροΐσκιωτη» με κρυφό καμάρι, αλλά γκρίνιαζαν
ταυτόχρονα που δεν πατούσα ποτέ στη γη. Εγώ, ακόμα και σήμερα, τον χαρακτηρισμό
αυτό τον θεωρώ φιλοφρόνηση. Στεκόμουν μʼ απάθεια σʼ όλα τα εγκόσμια και δεν με
ένοιαζε τίποτα ποτέ.
Όσο και να ούρλιαζαν οι γύρω μου πίστευα πως έκαναν λάθος.
Κι είχα δίκιο.
Ο κόσμος φαντάζει διαφορετικός στα μάτια μου. Παντού υπάρχει ομορφιά
και μια ωραία ιστορία.
Μπορώ να χαζεύω με τις ώρες το φως που περνάει απʼ τα στόρια, γιατί μέσα απʼ
αυτό βλέπω κόκκους σκόνης να χορεύουν μπαλέτο.
Λατρεύω να κοιτάζω τα μάτια της γάτας μου, γιατί μοιάζουν με χρυσαφένια
μάτια ενός παιχνιδιάρικου δαίμονα.
Μου αρέσει να παρατηρώ την κίνηση των ανθρώπων στους δρόμους και να
φαντάζομαι τις ζωές και τις σκέψεις τους.
Μου πήρε καιρό να καταλάβω πως ο λύκος που έψαχνα, ήμουν εγώ. Πάντα
κρυμμένη στην ασφάλεια του δάσους μου, μελετούσα προσεκτικά την επόμενη κίνησή
μου, αναζητούσα το τέλειο θύμα κι όταν τελικά ξεκινούσα το κυνήγι, ήμουν
αήττητη κι ένιωθα ζωντανή.
Είναι υπέροχο να καταφέρνεις να ακούς τα ένστικτά σου να βρυχώνται. Δεν μπόρεσα ποτέ να μπω στο κλουβί, να εξημερωθώ ή, έστω, να ταιριάξω, ρε
παιδί. Δεν μπορώ και δε θέλω να το κάνω.
Γιατί να συμβιβαστώ άλλωστε; Μια ζωή έχω να θυμάμαι, θα τη ζήσω.
Και φτάνουμε με τα πολλά και τα λίγα στο σήμερα. Στο τώρα.
Πόσα πράγματα ανεχόμαστε για να επιβιώσουμε;
Δουλειές που δεν μας αρέσουν, ρούχα που δεν είναι άνετα, νερό μʼ αρσενικό,
μακιγιάζ με χημικά, διακοπές κάπου κοντά, σπίτια που μοιάζουν με τρύπες και
σχέσεις επιβεβαίωσης.
Σʼ όλους τους τομείς της ζωής μας συμβιβαζόμαστε, είτε λίγο είτε πολύ, με
πράγματα και συνθήκες που είναι τοξικά.
Γιατί;
Ο άνθρωπος που ζει εκτός κοινωνίας έχει χαρακτηριστεί είτε θεριό είτε
θεός.
Μην απαρνηθείς την κοινωνία, γιατί αντιλαμβάνομαι πως έχεις παιδιά να
ταΐσεις. Αλλά όταν μια μέρα το παιδί σου, σου μιλήσει για τα όνειρά του εσύ τι
θα του πεις;
Τι έκανες με τα δικά σου όνειρα; Πού είναι τώρα;
Χρωστάς στον εαυτό σου να είσαι ευτυχισμένος. Να διαθέτεις χρόνο κι ουσία
στη δική σου ζωή κι όχι απλά στην επιβίωση. Να έχεις μέσα στον πραγματικό κόσμο
ένα δικό σου μέρος όπου ξεκουράζεσαι και θεραπεύεσαι απʼ όλα τα σκατά που
βιώνεις κάθε μέρα.
Σήμερα το βράδυ, πάρε μαζί σου κάποιον που αγαπάς και μια παγωμένη μπίρα
και πήγαινε κάπου όμορφα.
Άσε τʼ αμάξι, περπάτα και κουβέντιασε. Γέλα, κάνε κάτι χαζό ή τρελό, φτιάξε
μια όμορφη ανάμνηση. Κάνε κάτι που δεν έχεις ξανακάνει, ξεκίνα μόνος σου να
μαθαίνεις χορό ή πήγαινε σʼ έναν συνάνθρωπο και πες του πως έχει πανέμορφα
μάτια.
Χαμογέλα ακόμα κι αν σε περάσουν για παλαβό. Μην πάρεις τη δουλειά στο
σπίτι, πες σʼ ένα πιτσιρίκι μια ιστορία, άφησε έξω από ένα μαγαζί ένα λουλούδι.
Έτσι μοιάζει ο κόσμος μου. Είναι ωραία εδώ κι ας μην είναι για πάντα. Είναι
αληθινά και χαμογελαστά κι είναι πάνω απʼ όλα ένα άσυλο.
Δεν περιμένω τίποτα να μου χαριστεί. Δεν περιμένω κανένα βιβλίο να γίνει
πραγματικότητα. Ξέρω πια πως ότι θέλω νʼ αλλάξω θα το ξεκινήσω μόνη μου στη δική
μου ζωή και στον εαυτό μου κι ύστερα θα προσπαθήσω να το δείξω και σε άλλους.
Μπορεί να είσαι μια σταγόνα στον ωκεανό αλλά μην ξεχνάς πως δεν μπορείς να
προβλέψεις μέχρι πού θα φτάσουν οι κυματισμοί σου.