Η ιστορία λαμβάνει μέρος το 1949, σ’ ένα πάμφτωχο, ορεινό χωριό της Αργολίδας. Είναι σούρουπο…
Η 19χρονη Κατερίνα κλείνει τα γίδια στο πετρόχτιστο μαντρί και κατευθύνεται στο σπιτικό της.
Μπρος από την ξεχαρβαλωμένη, ξύλινη εξώπορτα, ο πατέρας της φέρνει τα μαντάτα: Την Κυριακή ετοιμάσου να πας νύφη στο Άργος.
Τότε, ούτε ναι, ούτε όχι έλεγαν τα κορίτσια στον πατέρα τους, απλά έσκυβαν το κεφάλι.
Τη στόλισαν, την τραγούδησαν, την έντυσαν και περίμεναν τον απεσταλμένο παρακούμπαρο του γαμπρού να της βάλει τις κάλτσες και τα παπούτσια, δώρο του γαμπρού τότε.
Τον είδε να δένει στην αυλή τους το άλογο στολισμένο…
Έσπασε η καρδιά της Κατερίνας από την ταραχή.
Όμορφιος νιος ο Σπύρος, ασίκης.
Της φόρεσε την κάλτσα τη μεταξωτή, το γοβάκι τ‘ άσπρο.
Μάτι δε σήκωσε να την κοιτάξει. Είχε πάνω-κάτω τα χρόνια της, τα δάχτυλά του έτρεμαν. Είδε την ταραχή του. Την έβαλε πάνω στο άλογο. Η Κατερίνα θαύμασε τις φαρδιές πλάτες του Σπύρου, το επιβλητικό του ανάστημα. Ένιωσε το σεργιάνι της νιότης.
Δύο ώρες δρόμο με τ’ άλογο ακούγονταν ο αχός μονάχα του βουνού μέσα απ’ τα πουρνάρια, τα πέταλα του αλόγου…Κι η καρδιά της, που έδωσε μια κι άνοιξε από κατάκλειστο μπουμπούκι.
Ο γαμπρός την περίμενε στο σπίτι του με τα βιολιά. Είχε σχεδόν τα τριπλά της χρόνια. Δύο ώρες κράτησε για την Κατερίνα ο έρωτας στην άχαρη ζωή της.
Με τον Σπύρο έκοψε τα πολλά-πολλά. Πρόλαβε κι είδε στα μάγουλά του το ζεμάτισμα και μια συννεφιά σκέπασε τη δική της όψη. Το ριζικό της, όμως, είχε γράψει την ιστορία διαφορετικά.
Τα χρόνια πέρασαν…
Ο Σπύρος από την Ήρα, ένα μικρό χωριό έξω από το Άργος, έκαμε τη δική του οικογένεια. Άνοιξε και μια ταβέρνα απέναντι απ‘ την Αγία Φωτεινή, στην Γούναρη, του ”Κοβατζή” την έλεγαν τότε.
Μέσα σε αυτή την ταβέρνα διασταυρώθηκαν και πάλι τα βλέμματά τους πολλές φορές ύστερα από είκοσι χρόνια.
Χήρα η Κατερίνα, συνοδευόταν από τον σύντροφό της. Παντρεμένος και με δυο παιδιά ο Σπύρος.
Όταν την πλησίαζε, η ανάσα της του έβγαζε παλιά συναισθήματα, που τον ταξίδευαν πολλά χρόνια πίσω. Κι αυτή όμως, δεν ήταν ευτυχισμένη με τον νέο σύντροφό της.
Δεν τον αγαπούσε.
Δεν ένιωθε.
Ο έρωτάς της για τον Σπύρο δεν ήταν εκπλήρωση, αλλά προορισμός ζωής κι εξαγνισμός. Το δε άγχος της ευτυχίας της, αμείλικτα συγκρουσιακό.
Ύστερα από οχτώ θυελλώδεις μήνες, ακριβώς κάτω απ’ τον πλάτανο της Γούναρη, το κορμί της Κατερίνας δεχόταν 35 μαχαιριές από το χέρι του Σπύρου.
«Σε αγαπώ, Σπύρο» πρόλαβε να ψελλίσει, πριν της δώσει την χαριστική μαχαιριά στον λαιμό.
Ο Σπύρος την αιτία δεν την ομολόγησε ποτέ, ούτε και παρέδωσε ποτέ και το μαχαίρι του εγκλήματος, αν και παραδόθηκε κι ομολόγησε αυτοβούλως.
Σε μεγάλη ηλικία μετά την αποφυλάκισή του άνοιξε μια ταβέρνα στο χωριό, του την Ήρα, όπου δεχόταν τους λιγοστούς φίλους του.
Το βλέμμα του, όμως, ήταν καρφωμένο πάντα ψηλά στον τοίχο, όπου σε περίοπτη θέση είχε κρεμασμένο το μαχαίρι με το ξεραμένο ακόμα επάνω αίμα της γυναίκας που του σημάδεψε για πάντα τη ζωή.
Γράφει ο Κώστας Φλώρος