Κοίταζα και ξανακοίταζα έξω από το θολό τζάμι του
λεωφορείου τις στάλες της βροχής τη στιγμή που πάφλαζαν στον βρεγμένο δρόμο. Τα
φώτα της πόλης μόλις είχαν αρχίσει ν’ ανάβουν και τ’ αυτοκίνητα μπροστά μου
είχαν κολλήσει στην κίνηση. Πάλι θ’
αργούσα.
Σιχτίρισα για λίγο την τύχη μου που όλα πήγαιναν στραβά
κι ύστερα πάλι αφαιρέθηκα στις σκέψεις μου. Ατένιζα έξω από το παράθυρο έχοντας
κολλήσει το πρόσωπό μου πάνω του τόσο αφηρημένα
που κάποιοι συνεπιβάτες ίσως και να σιγογελούσαν. Τους άκουσα λίγο, μα δεν ασχολήθηκα. Χάθηκα
πάλι στις σκέψεις μου.
Είχα αρχίσει να κρυώνω. Η βροχή που πρωτύτερα μ’ έλουσε
από την κορφή ως τα νύχια, είχε γίνει πια ένα με το σώμα μου. Τα ρούχα μου
είχαν κολλήσει πάνω μου και τα μαλλιά μου πετούσαν άτσαλα σε διάφορα σημεία. Κι
όμως, αδιαφορούσα.
Έβλεπα τους περαστικούς να περπατούν βουβούς και
σκυθρωπούς, σφιγμένους σε κοστούμια που σίγουρα δε γούσταραν να φοράνε. Είδα
γυναίκες ασφυκτικά κλεισμένες στα ταγέρ και τα ψηλοτάκουνά τους, κρυμμένες πίσω
από τη μάσκα του μακιγιάζ τους και την υπεροψία τους, να γυρίζουν προς το σπίτι τους
σχεδόν εξαντλημένοι. Κουρασμένοι άνθρωποι αλλά κυρίως ψυχικά.
Αναστέναξα ελαφρώς κι απομάκρυνα το πρόσωπό μου από το
τζάμι. Γύρισα για λίγο το βλέμμα μου προς τα μέσα κι αντίκρισα το ίδιο θλιβερό
θέαμα. Άνθρωποι ανέκφραστοι, να κινούνται σχεδόν ρομποτικά και να εκνευρίζονται
με το παραμικρό, ίσως επειδή απλά ο διπλανός τους δεν είχε βάλει το κινητό στο
αθόρυβο και το ringtoneέσπαγε
τη νεκρική σιγή τους.
Ύστερα αποβιβάστηκα και περπάτησα προς το σπίτι. Είδα τη
μάνα μου να σιδερώνει στην καθιερωμένη της γωνιά, να μιλάει στο σταθερό
τηλέφωνο με τις φίλες της, καθότι αυτή είναι η καθιερωμένη καθημερινή
διασκέδαση, να κουτσομπολεύει στην τηλεόραση και πού και πού να κάνει διάλειμμα
από τις δουλειές για κανά τσιγάρο. Το βράδυ να χαζεύει στον υπολογιστή για λίγο
κι ύστερα ύπνο από νωρίς καθότι κουράστηκε. Κι όλο αυτό το μοτίβο σε καθημερινή
επανάληψη.
Λυπήθηκα, εξοργίστηκα και προβληματίστηκα ταυτόχρονα.
Αυτή είναι η ζωή που με προετοίμαζαν για να ζήσω; Ποια είναι η ευτυχία σε όλο
αυτό; Nα σιδερώνεις τα ρούχα για τα παιδιά και τον άντρα σου; Ναι, είναι
απολαυστικό να προσφέρεις στους άλλους, πόσο μάλλον στην ίδια σου την
οικογένεια, δε λέω, όμως μέχρι εκεί. Μετά τι;
Για ποια ευτυχία μιλάμε όταν όλοι τους γυρίζουν από τις δουλειές
τους εξουθενωμένοι, τίγκα στα ψυχολογικά, υπομένοντας τη σκληρότητα κάθε
καθυστερημένου εργοδότη που θεωρεί τον εαυτό του αφεντικό;
Για ποιο μέλλον εγώ πρέπει να χαρώ ή να παλέψω; Τι να
δημιουργήσω; Πώς; Υπό ποιες συνθήκες; Κάνω όνειρα, έχω στόχους, θέλω να κάνω
πράγματα όμως μη μου μιλάς για ευτυχία σ’ ένα περιβάλλον ψεύτικο γεμάτο
υποκριτές.
Εγώ δε θέλω να μαι κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους.
Κανένας άνθρωπος δε γουστάρει να ναι περιορισμένος. Λατρεύω να περιποιούμαι και
να φροντίζω τους άλλους όμως όταν το απαιτήσεις, είναι σαν να με κλείνεις σε
κλουβί και να μου ζητάς να παλέψω άοπλη με τ’ άγρια θηρία.
Εγώ θέλω να μαι ελεύθερη. Πραγματικά ελεύθερη όμως, όχι
φεμινιστικές μαλακίες για να περνάει η ώρα. Θέλω να ταξιδέψω, να γνωρίσω τον
κόσμο, να μάθω για νέους πολιτισμούς. Θέλω να μυρίσω τα λουλούδια όλου του
κόσμου, να δοκιμάσω τις γεύσεις κάθε κουζίνας, να μάθω για όλες τις θρησκείες,
για όλα τα έθιμα και τα ήθη.
Να διαβάσω, να μάθω, να έχω άποψη. Ο αγνώμων είναι ο πιο ευτυχής και ατυχής άνθρωπος ταυτόχρονα. Ευτυχής επειδή ζει στον κόσμο του και δεν τον επηρεάζει τίποτα, ατυχής γιατί καταδικάζεται να ζει υπό τη «σκλαβιά» των άλλων. Αναγκάζεται να λειτουργεί βάσει αποφάσεων άλλων επειδή ο ίδιος δεν είχε το θάρρος να απελευθερωθεί. Καταλαβαίνεις;
Εγώ θέλω να μαγειρεύω στον άνθρωπό μου με περίσσια χαρά
και ευχαρίστηση, όχι από ανάγκη ή υποχρέωση. Γιατί όσο και να γουστάρεις κάτι,
όταν γίνεται κατ’ ανάγκη, αρχίζει να ξεφτίζει.
Εγώ θέλω να γίνω η μαμά κουκουβάγια που θα καμαρώνει για
τα παιδιά της, που θα τους φτιάχνει μπισκότα και γλυκά κι ας τα μαλώνει
συνέχεια για να μην τρώνε ζαχαρωτά και σαχλαμάρες. Να βλέπω τα ματάκια τους να
λάμπουν από χαρά και να με γεμίζουν με φιλιά και αγκαλιές ως ανταπόδοση ευγνωμοσύνης.
Να πηγαίνω στη δουλειά μου όπως εγώ θέλω κι όχι σφηνωμένη μέσα σε καλούπια άλλων. Να μην υπομένω την ηλιθιότητα και τον αυταρχισμό κανενός εργοδότη και να μην κρύβομαι πίσω από μάσκες. Να χαμογελάω όταν το νιώθω και να εκφράζω το θυμό ή την απογοήτευσή μου όταν χρειάζεται.
Πολλές φορές, όταν μιλάμε για ελευθερία, νιώθουμε απλά
πως θέλουμε να ξεφύγουμε ή να δραπετεύσουμε. Να πάμε κάπου μακριά απ’ όλους και
απ’ όλα, ν’ απομακρυνθούμε από τη ρουτίνα και τις δουλειές. Κι όλο αυτό
συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι ξεκινούν να κάνουν κάτι, χωρίς να είναι έτοιμοι. Όπως
για παράδειγμα, ξεκινούν να κάνουν οικογένεια, χωρίς να είναι πραγματικά
έτοιμοι συναισθηματικά ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αυτό, στη μετέπειτα πορεία τους, βγαίνει στην επιφάνεια
και δυστυχώς και στα ίδια τα παιδιά, συνήθως.
Μη μου μιλάς για ευτυχία, λοιπόν. Άσε με να τη χτίσω μόνη
μου όπως εγώ θέλω και σταμάτα να μου τριβελίζεις το μυαλό. Σταματήστε να μιλάτε
για ευτυχία όταν το μόνο που ξέρετε είναι να ζείτε μέσα στο ψέμα και την υποκρισία.
Ευτυχία είναι η ελευθερία. Κι η πραγματική ελευθερία
είναι κάτι που πολλοί δεν μπορούν να καταλάβουν, συνεπώς δεν μπορούν να είναι
κι ευτυχισμένοι.
Μπήκα στο λεωφορείο,, κάθισα στη γνωστή θέση και κοιτούσα
το ρολόι ανυπόμονα. Δεν μπορούσα να περιμένω τη στιγμή ν’ αποβιβαστώ και να
ξεκινήσω να χτίζω τη δική μου ευτυχία. Όλα από κάπου αρχίζουν.
Εσύ, πόσο ευτυχισμένος ένιωσες σήμερα;