Όπως όλοι μαθαίνουμε ήδη απʾ τα μαθητικά
μας χρόνια, σε μαθήματα όπως η
κοινωνική και πολιτική αγωγή και εισαγωγή στους θεσμούς του δικαίου, κάθε κράτος διαθέτει ένα σύστημα
απονομής δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένα, το δικό μας έχει
κυριολεκτικά φρακάρει απʾ τις άπειρες υποθέσεις που κοσμούν τα γραφεία των
δικαστικών υπαλλήλων. Προσπαθούν μετά οι έρμοι να τις εξετάσουν μήπως και
προλάβουν να δικαστούν αλλά τελικά με τόση φιλοδικία που διακρίνει το λαό μας,
πιο εύκολα βρίσκεις ημερομηνία γάμου, παρά ημερομηνία για να οριστεί δικάσιμος.
Το μικρόβιο της δικομανίας,
φυσικά, δεν το απέκτησε ο ελληνικός λαός έτσι ξαφνικά. Θα μπορούσαμε να πούμε
κατά κάποιον τρόπο πως μας το κληροδότησαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Ας μεταφερθούμε λοιπόν μερικές
χιλιάδες χρόνια πίσω, κάπου στην αρχαία Αθήνα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν πολλά
χόμπι καθώς φαίνεται, εκ των
οποίων τα πιο αγαπημένα τους ήταν
η φιλοσοφία και η δικαστική παράσταση. Είχαν μια τρέλα, ρε παιδί μου, να
παρευρίσκονται στο δικαστήριο είτε ως ενάγοντες είτε ως εναγόμενοι. Έτσι, με
τον παραμικρό διαπληκτισμό έτρεχαν στα δικαστήρια της εποχής, ώστε να
επιδικάσουν τις διαφορές τους.
Περνώντας τα χρόνια ο Έλληνας δεν
άλλαξε νοοτροπία κι αποφάσισε να συνεχίσει να βγάζει το λάδι του δικαστικού
συστήματος ώστε να ικανοποιήσει τις αχόρταγες απαιτήσεις του. Πού να ʾξερε ο
άμοιρος ο νομοθέτης, όταν θέσπισε την ικανότητα διαδίκου (άρθρο 62 ΚπολΔ, μη
ξεχνάμε και τις γνώσεις μας), τι πανζουρλισμός θα γινόταν.
Και να! οι αγωγές και να! τα
ασφαλιστικά μέτρα και ούτω καθ’ εξής. Γιατί εμείς, που το παίζουμε και
πολιτισμένοι -μη χέσω-, αντί να επιλύσουμε τις διαφορές μας με μια
εποικοδομητική συζήτηση πρέπει να τρέξουμε να προλάβουμε τις προθεσμίες για τις
αγωγές και τα λοιπά ένδικα μέσα, ώστε να βασανιζόμαστε αμφότεροι -ενάγοντες κι
εναγόμενοι- και να επιβαρύνουμε και το φόρτο εργασίας των δικαστών.
Παράλληλα, όμως, ενισχύουμε το budget των συναδέλφων δικηγόρων. Γιατί πώς θα
έβγαζε το ψωμί του ο μέσος δικηγόρος, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι βαρεμένοι
που για ψύλλου πήδημα τρέχουν στα δικαστήρια; Να τα σκεφτόμαστε και αυτά.
Κορεσμένο επάγγελμα λένε μετά το
επάγγελμα του δικηγόρου. Πού να κορεστεί, μωρέ, με τόση δίψα που τρέφει ο
ελληνικός λαός για εκδίκηση; Και σʾ όλον του τον κοινωνικό περίγυρο να μπορούσε
να στέλνει αγωγές, θα έστελνε. Έτσι, γιατί τον διακρίνει κι ένας σαδομαζοχισμός.
Αφού γουστάρει να πληρώνει
παράβολα, δικηγόρους και δικαστικά ένσημα, να ταλαιπωρείται και να ταλαιπωρεί,
άσʾ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις. Άλλωστε είπαμε, μετά δε
συμφέρει εμάς τους δικηγόρους.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αυτά
συμβαίνουν μόνο στη χώρα μας ή αν σʾ όλα τα κράτη οι πολίτες έχουν έρωτα με τις
δίκες και τη βρίσκουν με το να σέρνουν στα δικαστήρια ό,τι κινείται και τους
τρώει έστω κι ένα εκατοστό από τον αέρα. Τελικά, καταλήγω στο εύλογο συμπέρασμα
πως ο Έλληνας είναι τόσο εκμεταλλευτής και μικρόψυχος που ναι! Μόνο αυτός θα
εκκινούσε δίκη και για τα δυο εκατοστά που του έφαγε ο γείτονας κατά την
περίφραξη του κήπου του.
Η απογοήτευση έρχεται μετά, στο
σημείο που αναρωτιέται γιατί η χώρα του δεν προοδεύει. Ε, να γιατί, ρε φίλε.
Γιατί μια ζωή ασχολείσαι με το τι σου φάγανε κι όχι με το τι έχεις φάει εσύ.
Και κάπως έτσι οι άλλες χώρες θα
βρίσκονται για πολύ καιρό ακόμη έτη φωτός μπροστά από την Ελλάδα.