Δε μου
λείπεις. Κι αυτό μέσα μου ίσως και να πονάει. Δε με πειράζει πια. Ψέματα! Κι
αυτό και πολλά άλλα! Όλα με πειράζουν πλέον.
Με
πειράζει που παρασύρθηκα από ένα μάτσο ωραία λόγια, από τα ωραία σου
ματάκια. Που αφέθηκα χωρίς να το ελέγξω και να το προλάβω. Αλλά εδώ
που τα λέμε πώς να προλάβεις κάτι που δεν μπορείς να δεις;
Συμβιβάστηκα με
την ιδέα πως δεν ήμουν μόνη ή μάλλον πως δεν ήμουν η μόνη.
Γνώριζα πολύ καλά πως όταν έφευγες, σε άλλη πήγαινες, άλλη φιλούσες και με
άλλη έπεφτες στο κρεβάτι. Γι᾽ αυτό κάθε φορά που ερχόμουν να σε δω
άλλαζα τα σεντόνια σου. Ενστικτωδώς.
Κι ας
έλεγα πως τα αλλάζω γιατί είσαι βρωμιάρης. Ήσουν, αλλά στο μυαλό και στη ψυχή,
όχι στο σώμα. Με πλησίαζες και έβλεπα πάνω σου χιλιάδες άλλα γυναικεία
χέρια, στόματα και μυρωδιές. Κι εγώ πνιγόμουν και δεν έκανες τίποτα. Γι᾽
αυτό σε έδιωξα! Για να μη με πνίξεις. Για να πάρω αέρα.
Δεν
έφταιγες εσύ, άλλωστε πού να το φανταστείς; Εσύ έβλεπες αυτά που ήθελες να
δεις. Εγώ φταίω που δεν το εμπόδισα όσο ήταν σπίθα. Κι όταν ήρθα και στο
εξομολογήθηκα, εκεί να δεις πυρκαγιές. Δεν έπρεπε να το έχεις μάθει ποτέ.
Θα έκανε το διωγμό σου πιο εύκολο και πιο ανώδυνο.
Έπρεπε να
το είχα πνίξει. Το έχω κάνει τόσες φορές που πια φαντάζει παιχνιδάκι.
Απλώς κλείνεις τα μάτια, σφίγγεις τα δόντια, ματώνεις τη σάρκα σου, αλλά όταν συνέλθεις από
τον πόνο τίποτα δεν υπάρχει εκεί. Τίποτα δε σου θυμίζει πως το έζησες
ή ακόμη και πως το αισθάνθηκες. Μόνο η ανάμνηση αλλά κι αυτή με το χρόνο
ξεθωριάζει.
Έχω
όμορφες εικόνες από εσένα κι αυτό είναι κάτι που το σιχαίνομαι. Δε γίνεται να
με κατέστρεψες τόσο πολύ και εγώ να σε θυμάμαι με καλές και φωτεινές εικόνες.
Όμορφα λόγια, σκοτεινά αρώματα, λαμπερά χαμόγελα, ανέβηκαν και με
έπνιξαν. Μου θόλωσαν το μυαλό. Δε με άφησαν να κλείσω μάτι, με τρέλαναν. Γι᾽
αυτό σε έδιωξα!
Άθελα σου
μεγάλωνες ένα θηρίο ανήμερο. Το τάιζες με το άγγιγμά, το πότιζες
με το βλέμμα σου και το κρατούσες δεμένο με τα λόγια σου. Ποτέ δεν
περίμενες πως το θηρίο που ανέθρεψες εσύ ο ίδιος θα σε έτρωγε. Ποτέ δεν
περίμενες πως το κοριτσάκι που κρεμόταν από κάθε σου λέξη θα έφευγε κι ούτε καν
θα γυρνούσε να σε κοιτάξει.
Αγρίμι
έγινα εξαιτίας σου. Βρίσκομαι μέσα σε πλήθη ανθρώπων και είμαι μόνη μου, αλλά
δυνατή. Μου μιλούν δεκάδες άνθρωποι. Όλοι κάτι θέλουν να πάρουν, κάτι να
νιώσουν κι εγώ δεν αφήνω κανέναν φοβούμενη μην πάρουν ότι κι εσύ. Την
ανάσα και τη ζωή μου. Γι᾽ αυτό σε έδιωξα.
Μην
αναρωτιέσαι τι έφταιξε και άλλαξα. Δεν άλλαξα, απλώς ξύπνησα. Ξύπνησα και είδα
τη μάσκα που φορούσες κι όλες αυτές τις φαμφάρες που μου πλάσαρες για να μένω
εκεί κι εσύ να γίνεσαι πιο δυνατός. Με ρούφηξες μέχρι το κόκκαλο. Με κούρασες, με
απογοήτευσες και με άδειασες. Αλλά όχι πια.
Τώρα σε
αδειάζω εγώ. Τώρα σε πνίγω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια και δυστυχώς το
απολαμβάνω. Η ικανοποίηση που μου δίνει το να σε βλέπω να μένεις
μόνος και να ψάχνεις για όμορφες στιγμές, είναι ερεθιστική. Γελάω χαιρέκακα με
την πάρτη σου. Γελάω που με αποζητάς και το μόνο που έχεις από εμένα είναι η
σκιά μου. Έτσι έπρεπε να γίνει.
Έπρεπε να
μάθεις κι εσύ κάποια στιγμή πως είναι να ζεις με σκιές και φαντάσματα του
παρελθόντος, μπας και εκτιμήσεις κάτι από τη μοναδική και μίζερη ζωούλα σου.
Δε θα
πάρεις τίποτα άλλο από εμένα πια. Κανένα χαμόγελο, καμιά σκέψη και καμία ανάσα.
Γι᾽ αυτό χαίρομαι που σε έδιωξα κι ας λες σε όλους πως έφυγες εσύ. Δε
με νοιάζει. Την αλήθεια την ξέρουμε οι δυο μας κι αυτό μου αρκεί. Και ξέρω πως η αλήθεια σε πονάει. Γιατί δεν έμαθες να χάνεις.
Μάθε πως
αυτή η αλήθεια για μένα είναι η μεγαλύτερη εκδίκηση. Στο είχα πει τότε που με
ρωτούσες. Η μεγαλύτερη εκδίκηση είναι να βλέπεις τον άνθρωπό σου να
περνάει καλά και να προχωράει ακόμη κι όταν εσύ δεν είσαι εκεί. Γι᾽
αυτό σε έδιωξα!