Σε αγάπησα! Ίσως περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι.
Ίσως περισσότερο απ’ αυτό που μπορούσα. Ίσως βέβαια και περισσότερο απ’ όσο
μπορούσες ν’ αντέξεις.
Δε ξέρω τι απ’ όλα με πληγώνει. Ότι δεν μπορούσα εγώ όσο ήθελα ή ότι δεν
άντεχες εσύ;
Προσπάθησα να βρω τι έφταιξε γυρνώντας στις
στιγμές μας. Και δεν είδα πουθενά ψεγάδια. Ελάχιστοι τσακωμοί κι αυτοί για
χαζούς λόγους. Όλες οι υπόλοιπες στιγμές μας φωτεινές, χαμογελαστές,
υπέρλαμπρες.
Πως γίνεται
να μην άντεξες όλο αυτό; Πώς γίνεται να σου έπεσε τόσο βαριά η αγάπη μου για
σένα, όταν υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που την αναζητούν μια ολόκληρη ζωή;
Είναι παράλογο. Μην πεις ψέματα. Για την ακρίβεια
είναι γελοίο. Είναι γελοίο να σου δίνει κάποιος απλόχερα τα πάντα κι εσύ να τον
κοιτάζεις στα χέρια. Δεν είναι αχαριστία,
όχι. Περισσότερο ανασφάλεια και φόβο, θα το χαρακτήριζα.
Πότε δεν
είχες κάποιον τόσο κοντά σου. Τόσο μέσα σου. Πότε δε σου είπε κάποιος «σ’ αγαπώ»
και να το εννοεί. Γι’ αυτό φοβήθηκες. Φοβήθηκες
πως σ’ έχτιζα μέσα σ’ ένα κόσμο που αν του έδινες μια κλωτσιά θα έπεφτε μπροστά
σου σαν τραπουλόχαρτο και θα ήσουν πάλι μόνος.
Ο φόβος, αγάπη μου, γκρεμίζει ζωές, όνειρα κι
ελπίδες. Ο φόβος είναι πανίσχυρος μπροστά σε καθετί. Ποτέ δε φεύγει από μέσα
σου. Χάνεται και καιροφυλακτεί στο πίσω μέρος του μυαλού σου και μόλις βρει
χαραμάδα βγαίνει και σε κατακτά. Σε μεταμορφώνει.
Κι εσύ το
φοβόσουν αυτό που ερχόταν. Και το έβλεπα, αλλά έκανα πως δεν είναι εκεί. Και με
πείραζε. Έψαχνα να βρω σε μένα το λάθος
και δεν το έβλεπα πουθενά.
Προσπάθησα.
Αλήθεια προσπάθησα με όλο μου το είναι να σε βοηθήσω. Να σ’ αγκαλιάσω με όλα
σου τα στραβά και τα δικά μου και να σε ενώσω. Να σε καταπιώ και να σε προσέχω
για μια ζωή. Να μη σου κάνει κανείς άλλος κακό. Δε μ’ άφησες. Ίσως να νόμιζες πως κάποια στιγμή θα σε χρησιμοποιήσω κι
εγώ όπως τόσοι και τόσοι άλλοι.
Γκρίνιαζες πως σε πνίγω. Πως δε σου δίνω αέρα
και δεν έβλεπες πως σκότωνα ανθρώπους μέσα μου και γκρέμιζα βουνά για να έχεις
εσύ χώρο να αναπνέεις και να ζεις. Κι ακόμη αναρωτιέμαι πως γίνεται να μη το
έβλεπες.
Και τελικά
με γκρέμισες εσύ. Με γκρέμισες για να έχεις τον χώρο σου, τον αέρα σου, την
ελευθερία σου σ’ ένα κόσμο που σε είχε πάντοτε με το κεφάλι και τη ψυχή στα
πόδια. Που σου πέταγε στη μούρη τα όνειρα σου και σου επέβαλε τον δικό του
τρόπο. Κι εσύ αυτό το έλεγες ελευθερία. Δε
φταις εσύ, έτσι μας μάθανε. Απλώς κάποιοι σηκώσαμε το κεφάλι κι είδαμε πέρα απ’
το φράχτη και κάποιοι, όπως εσύ, έμειναν να πιστεύουν πως όλη η ζωή είναι μέχρι
εκεί που βλέπει.
Εγώ σου έδωσα τα μάτια μου, τα χέρια μου και
την αγάπη μου να χτίσεις τα δικά σου όνειρα κι ελπίδες. Χωρίς να μου έχεις
υποχρέωση, απλώς γιατί σε λάτρευα. Εσύ διάλεξες να μείνεις να παλεύεις σ’ ένα
κόσμο που τον πάλεψαν τόσοι και τόσοι άλλοι μόνοι και πέθαναν από τον αγώνα
τους χωρίς καμιά αναγνώριση. Χωρίς να τους μάθει ποτέ κανείς.
Δε με πονάει
που έφυγες, απλώς με απογοητεύει που δεν είδες το χέρι μου να σε κρατάει, όταν
εσύ έπεφτες στο γκρεμό. Κι απλώς έπεσες. Κι
ο γκρεμός, αγάπη μου, επιλογή είναι.