(Αφιερωμένο στο «γελαστό παιδί»
που χάθηκε άδικα επειδή ήταν απλώς παιδί. Αφιερωμένο σʾ όλα τα παιδιά εκεί έξω
που παλεύουν γιʾ αυτά τα λίγα ιδανικά που μας έχουν απομείνει αλλά και για τον
κόσμο των ονείρων τους.)
Σαν σήμερα πριν εφτά
χρόνια, κάπου στα Εξάρχεια, ακούστηκε το «μπαμ» ενός πιστολιού. Το «μπαμ» που
μερικές μέρες αργότερα -για την ακρίβεια ώρες- θα πυροδοτούσε διαδηλώσεις και
αντιδράσεις σʾ όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Σαν σήμερα πριν εφτά χρόνια, ένα
παιδί πέφτει νεκρό στον κρύο πεζόδρομο της Μεσολογγίου από χέρι αστυνομικού.
Ενός ανθρώπου που το κράτος τον όρισε να φυλάει και να υπερασπίζεται τους
πολίτες κι εκείνος υπερασπίστηκε τον θυμό του και την απελπισία του, τραβώντας
όπλο σʾ ένα παιδί.
Ίσως να ήταν το δικό του παιδί.
Ίσως το δικό σου.
Ίσως κι εγώ.
Στο δικαστήριο
υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας πως είδε σʾ όραμα τον εαυτό του νεκρό και
τους δικούς του να τον κλαίνε, καθώς τον σκότωσαν στα Εξάρχεια ˙ και έτσι
πυροβόλησε. Δεν είδε σε όραμα, όμως, ούτε τη μάνα του παιδιού, ούτε και την
οργή του κόσμου που θα ξεσπούσε.
Ο Αλέξης ήταν νεκρός πριν απʾ τη
σφαίρα. Όπως αποφάνθηκε και το δικαστήριο ήταν «φόνος εκ προθέσεως με
στοχευόμενη δράση». Τον ήθελε νεκρό πριν τον δει. Χωρίς να τον ακούσει. Χωρίς
να του μιλήσει. Στο μυαλό του δολοφόνου ήταν ένοχος εξ’ αρχής.
Φτάνοντας στο νοσοκομείο, με το
πόρισμα του ιατροδικαστή πως ο Αλέξης είναι νεκρός, συσπειρώνονται
οργανώσεις πάσης φύσεως (και εγκληματικές, για να λέμε κι αλήθειες), σʾ όλη την
Ελλάδα. Το Σύνταγμα και η Ομόνοια μέσα σε λίγες ώρες μετατρέπονται σε πεδίο
μάχης.
Οι ειδικοί φρουροί συλλαμβάνουν και
δέρνουν όποιον βρουν μπροστά τους. Φυσικά η φύλαξη δεν είναι τυχαία ούτε και
τόσο αθώα.
Τα ΜΑΤ φυλάνε τη Βουλή και ξέρουν
γιατί. Ο Αλέξης ήταν απλώς η αφορμή και μία από τις αιτίες όλων αυτών που
συνέβησαν.
Στον Αλέξη βρήκαν το λόγο ,αλλά
και την έμπνευση χιλιάδες άνθρωποι να βγουν και να φωνάξουν για όλα αυτά που
συμβαίνουν. Ο Αλέξης έγινε ο «ήρωας» που στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά. Ξένα κανάλια δείχνουν και ξαναδείχνουν την ιστορία του δίνοντας δακρύβρεχτα
συλλυπητήρια. Στα Ελληνικά προξενεία όλου του κόσμου συγκεντρώνονται χιλιάδες
διαδηλωτές με πλακάτ και πανό στέλνοντας τη δύναμη και τη συμπαράστασή τους,
όχι μόνο στην οικογένεια του μικρού, αλλά σε όλη τη χώρα. Οι υπεύθυνοι
τιμωρούνται και μετά σιωπή.
Μετά τίποτα. Ούτε αναφορές στον
Αλέξη, ούτε διαδηλώσεις, ούτε φωνές.
Τίποτα.
Μια ηρεμία ανατριχιαστική.
Ήταν λες και είχαν παγώσει όλα.
Κανείς δε μιλούσε. Μετά από κάποιους μήνες οι άνθρωποι ξέχασαν και το παιδί και
τους ενόχους και την οικογένεια του. Ξαναγύρισαν στις δουλειές τους, στον
καναπέ τους και στη βολή τους. Μόνο πού και πού τον ανέφεραν σε συζητήσεις μνημονεύοντάς
τον, μαζί και τα επεισόδια που συνόδεψαν το θάνατό του.
Βλέπεις, εμείς οι άνθρωποι έχουμε
τη τάση να ξεχνάμε, να προσπερνάμε. Επαναπαυόμαστε στο ότι πάλεψαν κάποιοι
άλλοι για εμάς, τους αποδίδουμε φόρο τιμής μία φορά το χρόνο, λέμε κι ένα «Ζήτω
η Ελλάδα και τα παλικάρια της» και ξαναγυρνάμε στον καφέ μας.
Ας έρθουμε όμως στο τώρα. Εφτά
χρόνια μετά. Όλοι λέγανε τότε πως μετά απʾ αυτά τα επεισόδια, οι ηγέτες μας θα
φοβηθούν και θʾ αλλάξουν το σύστημα κι αν δε το αλλάξουν αυτοί, θα το αλλάξουν
τα παιδιά.
Τα παιδιά, όμως, χάθηκαν. Χάθηκαν
μέσα σε κρύες οθόνες, μέσα σε καφετέριες, μέσα σε εικονικές συνομιλίες, μέσα σʾ
όλα αυτά που τους έδωσαν για να τα αφοπλίσουν.
Μάθανε τον Αλέξη από κάθε λογής σκατένια
διαδικτυακή πηγή και έμειναν εκεί. Ούτε ρώτησαν να μάθουν τι πραγματικά συνέβη,
ούτε το «γιατί». Μια φορά το χρόνο κάνουν και μια πορεία «ειρήνης» γιʾ αυτόν
και μέχρι εκεί. Μετά γυρνάνε στη καθημερινότητα.
Όχι, παιδιά. Δε περνάνε όλα με μια πορεία
ειρήνης. Δε λύνονται όλα με μολότοφ και σπασμένες τζαμαρίες. Δε θυμάσαι όποτε
σε συμφέρει.
Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, ο Παύλος
Φύσσας , ο Κώστας Γεωργάκης και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι, δολοφονήθηκαν από
εμάς για εμάς. Δολοφονήθηκαν από ανθρώπους που επιλέξαμε εμείς να μας
εκπροσωπούν και να μας «προστατεύουν». Όλοι εμείς είμαστε που τραβήξαμε τη
σκανδάλη στον Αλέξη, όλοι εμείς κρατούσαμε το μαχαίρι στον Φύσσα, όλοι εμείς
βάλαμε φωτιά στον Γεωργάκη.
Εμείς που όταν έπρεπε να υψώσουμε
το ανάστημά μας σʾ όλους αυτούς, σηκωθήκαμε μπροστά στο χαζοκούτι και βάζαμε
τις φωνές από εκεί. Στο σπιτάκι μας, με την μπίρα μας, στην ασφάλειά μας.
Εκ του ασφαλούς κι από απόσταση
μπορούμε όλοι. Στην αληθινή ζωή όμως; Στους δρόμους; Στα καφενεία; Στο μεταξύ
μας; Μπορούμε;
Χάσαμε το «πέτσινο» της
ανθρώπινης επαφής κι όλους αυτούς εκεί πάνω τους βολεύει. Γιατί δεν υπάρχουν
άνθρωποι να φωνάξουν, να διαμαρτυρηθούν, να παλέψουν, να απαιτήσουν τη ζωή
τους.
Σηκωθείτε, ρε! Φωνάξτε!
Κουνηθείτε, κάντε κάτι. Αφήσαμε τους γονείς μας και κάθε λογής παππού να
βγαίνουν στους δρόμους. Φτάνει! Αυτοί πάλεψαν όταν ήρθε η ώρα τους. Τώρα είναι
η σειρά μας. Μας κλέβουν όνειρα, ζωή, ανάσες και εμείς τους λέμε
«ευχαριστώ».
Πετάξτε κινητά και οθόνες,
μιλήστε, οργανωθείτε, φωνάξτε, παλέψτε. Παλέψτε για εσάς, για τον Αλέξη, για
την οικογένειά του, για τις δικές σας, για τα παιδιά μας, μα πάνω απʾ όλα για
την ελπίδα. Τίποτα δε χάθηκε ακόμη.
Τον Αλέξη και τον κάθε Αλέξη να
τους θυμάστε συχνότερα και να γεμίζετε οργή, για να μη σταματάτε ποτέ να
παλεύετε. Αύριο, μεθαύριο που θα έχουμε φτιάξει ένα καλύτερο κόσμο να έχετε να
λέτε πως: «Ναι, τον ξέρω τον Αλέξη. Ήταν αυτός που με βοήθησε να αλλάξω τον
κόσμο».