Σήμερα ήταν μια σημαντική μέρα
για εκείνες. Είχαν κάνει τόσο κόπο να φτάσουν ως εδώ. Η σχέση τους είχε περάσει από τόσα
κύματα εδώ και τρία χρόνια, και τώρα σε μια εβδομάδα θα υπέγραφαν!
Θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον
ενθουσιασμένη μʾ αυτές τις εξελίξεις. Και πραγματικά χαίρεται κάθε φορά που
κάνει την αναδρομή αυτή. Όμως, τώρα όπως και να το κάνουμε έχει αγχωθεί. Σαν να
της βγαίνει το άγχος για όλα.
Ποια είχε τη φαεινή ιδέα να τους
καλέσει για δείπνο, προσπαθούσε να θυμηθεί, ενώ έβγαζε τα παπούτσια της και
περπατούσε ξυπόλητη στην κουζίνα. Τελικά δε θυμήθηκε και είπε να μη δώσει
παραπάνω έκταση στο θέμα. Τώρα
έπρεπε να μαγειρέψει και μ’ αυτόν τον τρόπο θα αποδείκνυε πως άξιζε η μάχη που
έχουν δώσει για να είναι μαζί. Όλα θα κρινόταν από ένα γαμωγεύμα; Πόσο
αστείο έμοιαζε όλο αυτό!
Άνοιξε δειλά το βιβλίο με τις
συνταγές. Ακόμα είχε πάνω την τιμή. Πάντα πίστευε πως η ζωή κι η μαγειρική δεν
θέλουν οδηγίες αλλά είπε σήμερα να κάνει μια εξαίρεση. Εκείνη στην
καθημερινότητά της τα έβαζε όλα κουτουρού στην κατσαρόλα και έβγαιναν νόστιμα.
Τώρα είχε βάλει τον σελιδοδείκτη
απʾ την προηγούμενη μέρα. Είχε φύγει σκαστή απʾ τη δουλειά για να πάει σούπερ
μάρκετ να πάρει τα υλικά. Τα είχε όλα στο ψυγείο. Διάβασε ξανά τη συνταγή. Έκοψε το κρεμμυδάκι κι άνοιξε το
κρασί για να το σβήσει… Όπως ήταν διψασμένη ήπιε μια γενναία γουλιά. Της άρεσε
τόσο πολύ. Ήπιε και μια δεύτερη και πήγε πιο εκεί να κόψει τα μανιτάρια.
Πήρε και το κρασί μαζί της. Έκοβε
κι έπινε. Έπινε και έκοβε. Σκεφτόταν πως σε μια εβδομάδα θα υπέγραφαν. Αυτό
μόνο του δεν έλεγε τίποτα, αν κανείς δε γνώριζε όλες αυτές τις μάχες που είχαν
δώσει στη σύγχρονη αυτή χώρα μας για να είναι μαζί. Για να μπορούν να το πουν
στον κόσμο. Για να καταφέρουν να συζήσουν και τώρα να υπογράψουν το συμβόλαιο
και, ίσως, αργότερα να υιοθετήσουν κάποιο παιδί.
Έριξε τα μανιτάρια στο τηγάνι,
σκεφτόμενη πως τελικά κι οι δυο οικογένειες θα σχολίαζαν αρνητικά για την
απουσία κρέατος κι άλλων ζωικών παραγόντων απʾ το τραπέζι. Θα έλεγαν τα
δικά τους και για αυτό το θέμα και θα έπρεπε νʾ αποδείξουν για άλλη μια φορά
πως δεν είναι τελείως τρελές. Θα
μιλούσαν για την εκμετάλλευση των ζώων και τελικά θα κατέληγαν στο ότι πάντα
κάποιος θα πρέπει να θυσιάζετε για να περνάμε εμείς καλά.
Ίσως, βέβαια, τώρα που το
σκέφτεται, το φαγητό να έσωζε κάπως την κατάσταση και να έδινε στους άλλους μια
αφορμή για να βγάλουν την αμηχανία τους και να τους επιτεθούν για ένα θέμα που
δεν «καίει» και τόσο πολύ.
Η συνταγή έλεγε πως τα μανιτάρια
έπρεπε να ροδοκοκκινήσουν. Και αυτά πήγαν και μαύρισαν. Όλοι εναντίον της πια! Το νερό για τα μακαρόνια κόχλαζε. Του έριξε
αλάτι κι αυτό σαν να θύμωσε. Ήπιε λίγο κρασί ακόμα να πάρει δύναμη.
Κοίταξε ξανά τα μανιτάρια και την
έπιασε το παράπονο. Γιατί δεν έγιναν όπως έπρεπε; Πήρε το μπουκάλι με το κρασί
αγκαλιά. Πήγε να πατήσει τα κλάματα. Μάλλον δεν έπρεπε να πιει τόσο πολύ.
Άκουσε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε μέσα εκείνη. Την κοίταξε και γέλασε τόσο
τρυφερά.
-Χάλια τα έκανα, της είπε.
Κοιτάχτηκαν και γέλασαν.
-Μα έτσι τα κάνεις πάντα και τα
τρώμε. Τώρα γιατί αγχώθηκες;
Ύστερα κάθισαν στο πάτωμα κι
αποφάσισαν πως εκείνες δε θα έμπαιναν σε ξένα παπούτσια. Είχαν άλλωστε φτάσει ως
εδώ με τόσους κόπους. Ορκίστηκαν πως ποτέ δε θα πίεζαν η μία την άλλη νʾ
αλλάξουν, επειδή έτσι προστάζουν «οι άλλοι». Σκέφτηκαν τους γονείς τους να
κοιτούν μʾ απόγνωση τα μανιτάρια, μάντευαν τι δώρα θα τους έφερναν τα
συμπεθέρια και τις έπιασε νευρικό γέλιο.
-Καλά εσένα βάλαμε να
μαγειρέψεις; έλεγαν και γέλαγαν.
Πήραν τηλέφωνο κι ακύρωσαν το δείπνο. Εκεί στο πάτωμα της κουζίνας,
αγκαλιασμένες, έφαγαν τα μαυρισμένα μανιτάρια με τα παραβρασμένα μακαρόνια κι
ήπιαν το υπόλοιπο κρασί. Εκείνες θα είχαν πάντα τον δικό τους τρόπο,
ξαναορκίστηκαν.