Tο
παρελθόν μας δημιουργεί το μέλλον μας, λένε. Είναι ο καμβάς που χρησιμοποιούμε
για να ζωγραφίσουμε ένα νέο πορτρέτο του εαυτού μας και γι’ αυτό είναι
πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε απ᾽ αυτό. Ο τέλειος πίνακας, όμως, δεν δημιουργείται
πάντα με την πρώτη προσπάθεια, θέλει δουλειά.
Τη γνώρισα ένα βράδυ στο
συνοικιακό μπαρ της γειτονιάς μου. Μελαγχολική φιγούρα με μια αδιόρατη, όμως,
σαγήνη. Το πρώτο ποτό οδήγησε στο δεύτερο και το
τρίτο της έλυσε τη γλώσσα.
«Ήμουν είκοσι δύο ετών όταν
γνώρισα τον Γιώργο. Εκείνη την εποχή όλες οι κοπέλες της ηλικίας μου
προσπαθούσαν να φτιάξουν τη ζωή τους, να παντρευτούν, να
κάνουν παιδιά και να κτίσουν έναν όμορφο γάμο. Έτσι κι εγώ έψαχνα τον ένα και
μοναδικό.
Είχα μόλις καταφέρει να ξεφύγω απ᾽
την οικογένειά μου και προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου. Ο πατέρας μου με
χτυπούσε.
Άλλες φορές λίγο, άλλες πολύ. Για
οποιονδήποτε λόγο. Τότε δεν υπήρχε στόμα για συζήτηση, υπήρχε χέρι για
σφαλιάρα, που ήταν πάντοτε διαθέσιμο.
Η μητέρα μου απ᾽ την άλλη μεριά,
ενώ με συμπονούσε, ποτέ δε με υπερασπίστηκε. Δεν την κατηγορώ, όμως κάτι θα
μπορούσε να κάνει για ν᾽ απαλλαχθούμε κι οι
δύο απ᾽ την επίπονη αυτή ζωή.
Όντας μοναχοπαίδι, δεν είχα
κανέναν που μπορούσα να εμπιστευτώ.
Στα είκοσι ένα μου χρόνια
κατάφερα να χαθώ από προσώπου γης κι ο πατέρας μου δεν είχε μπορέσει να μ᾽
εντοπίσει. Δεν είχα πια καμία επικοινωνία μαζί τους.
Ένα χρόνο μετά, είχα καταφέρει να
βρω μια δουλειά, ως καθαρίστρια, ίσα-ίσα για να μπορώ να συντηρούμαι και να
επιζώ. Η ζωή μου ήταν όμορφη, όχι άνετη, όμως
ήταν αρκετή για εμένα. Ποτέ δε ζητούσα πολλά, άλλωστε.
Εκείνος, λοιπόν, ήρθε εκείνη τη
στιγμή. Την καλύτερη στιγμή που θα μπορούσε να έχει έρθει.
Δεν ήταν πολύ ωραίος άντρας ο
Γιώργος, όμως, ήταν ό,τι εγώ ζητούσα για εμένα. Καλός, ευγενικός, γεμάτος
ζωντάνια κι αγάπη για τη ζωή, καλοδιατηρημένος.
Ήταν στέλεχος σε μία εταιρεία παπουτσιών και το εισόδημά του ήταν περίπου τρεις
φορές
υψηλότερο απ᾽ το δικό μου.
Γνωριστήκαμε ένα απριλιάτικο
μεσημέρι στο νοσοκομείο που δούλευα, εκείνος ήταν είκοσι πέντε χρονών τότε.
Είχε έρθει να κάνει κάποιες εξετάσεις, δεν ξέρω
για ποιο λόγο. Για δύο μήνες ήμασταν μαζί και μετά πήραμε την απόφαση να
παντρευτούμε.
Στην αρχή όλα ήταν τέλεια. Είχα
μια αρκετά άνετη και εύκολη ζωή και έναν άντρα που με νοιαζόταν. Τουλάχιστον
έτσι νόμιζα.
Μετά από τρεις μήνες τα πράγματα
άρχισαν να αλλάζουν, χωρίς όμως εγώ να το παρατηρώ.
Αν γύριζε σπίτι κι ακόμη έκανα
δουλειές, δεν έβρισκε το τραπέζι στρωμένο, έτοιμο, να τον περιμένει για να φάει
ή δεν είχα κάνει καλό το φαγητό, έτρωγα και
μια σφαλιάρα. Εγώ, όμως, πίστευα πως έπαιζε.
Μέσα σε ένα μήνα είχα αποκτήσει
μια σπασμένη μύτη, ένα κάταγμα στο αριστερό μου χέρι, ένα μώλωπα στο δεξί μου
μάτι κι είχα χάσει τρεις με τέσσερις τούφες
μαλλιών. Είχα τρομοκρατηθεί. Εκείνος ο άνθρωπος δεν έπαιζε, ήταν ο πατέρας μου
σε νεότερη κι εξελιγμένη μορφή, καθώς ο Γιώργος
είχε μεγαλύτερη δύναμη από εκείνον.
Έκλαιγα όλη μέρα, τα μάτια μου
ήταν κόκκινα κι είχα να κάνω μπάνιο αρκετές μέρες. Είχα συνειδητοποιήσει πως
προσπαθούσα να ξεφύγω απ᾽ την άθλια ζωή μου, ενώ
είχα μπλέξει σε μια χειρότερη. Ήξερα πως ήμουν τυχερή που ακόμη ζούσα, όμως, δε
γνώριζα για πόσο ακόμη.
Ερχόταν στο σπίτι και το μόνο που
έκανε ήταν να με χτυπάει μ᾽ όλη του τη δύναμη, να με τραβάει απ᾽ τα μαλλιά και
να με πετά στα έπιπλα. Κι όταν δεν έκανε όλα
αυτά, ζητούσε έρωτα. Ουσιαστικά με βίαζε επανειλημμένα. Εκείνος έκανε έρωτα κι
εγώ κοινωνική εργασία.
Μέσα στο μαρτύριό μου στάθηκα
τυχερή. Τρεις μέρες μετά έλαβα ένα τηλεφώνημα απ᾽ το Αστυνομικό Τμήμα της
περιοχής και ο Αρχηγός με ενημέρωσε πως υπήρχε
επώνυμη καταγγελία απ᾽ τη γειτονιά μου για τον άντρα μου, που αναφερόταν σε
ενδοοικογενειακή βία.
Μέσα στον πανικό μου έκλεισα το
τηλέφωνο και κλείστηκα στο μπάνιο να σκεφτώ.
Μετά από περίπου μιάμιση ώρα,
πήρα ξανά στο τμήμα και επιβεβαίωσα τα προηγουμένως ειπωμένα. Σε μισή ώρα
πληροφορήθηκα πως είχαν συλλάβει τον Γιώργο και πως
μου προσέφεραν δικηγόρο για να κάνω τα χαρτιά του διαζυγίου μου.
Φυσικά δέχτηκα.
Έκλεισα το τηλέφωνο αφού είχα
κλείσει ραντεβού με τον δικηγόρο κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς, γοερά. Έκλαιγα
από χαρά,
γιατί ήξερα πως τελικά ο Θεός
είναι μαζί μου. Στο τέλος άρχισα να γελάω και να σπάω όλα τα βάζα του σπιτιού
ένα-ένα.
Τον εκδικούμουν. Και το λάτρευα.
Σήμερα, δεκαεπτά χρόνια μετά,
είμαι μια γυναίκα με μία αξιοπρεπή εργασία ως Παιδαγωγός, την οποία βρήκα μετά
από σπουδές σε
μια ιδιωτική σχολή.
Έχω επίσης ένα όμορφο μικρό
σπιτάκι, έναν πανέμορφο σκύλο, το μοναδικό μου αληθινό φίλο και γείτονες που
αποδεδειγμένα μ᾽ αγαπούν και με συμπονούν, καθώς
ζω στην ίδια γειτονιά με τότε. Οι άνθρωποι δε με άφησαν να φύγω, ήθελαν να με
φροντίσουν και τους ευχαριστώ πραγματικά για
αυτό.
Το πιο σημαντικό; Έχω τον Άρη
μου, ένα τρίχρονο αγοράκι γεμάτο χαρά και ελπίδα, στο οποίο προσέφερα την αγάπη
και τη στέγη
μου. Τον υιοθέτησα πριν ενάμιση
χρόνο και τον αγαπώ όσο τίποτε άλλο στο κόσμο.
Όσο για τον Γιώργο; Βρέθηκε πριν
τέσσερα χρόνια νεκρός σε μία λεωφόρο. Αυτοκτόνησε, επειδή είχε καταστραφεί όλη
του η ζωή.
Λόγω περιοριστικών μέτρων δεν
μπορούσε πια να με πλησιάσει κι έτσι καταδίκασε τον εαυτό του αντί για εμένα.
Λυπάμαι πραγματικά, όμως, δεν
μπορώ να κλάψω για αυτόν. Όχι ξανά».
Κατέβασε την τελευταία γουλιά απ᾽
το ποτό της, κέρασε τα ποτά και πέρασε την πόρτα.
Δεν την είδα ξανά, όμως, δεν την
ξέχασα.
Τελικά η ζωή σε κάθε άνθρωπο
χρωστάει μια τζούρα ευτυχίας, σκέφτομαι, και χαμογελάω.