Έλα, πέρασε. Βολέψου στη γωνία σου, όπως κάποτε. Σήμερα
δε θα καθίσω δίπλα αλλά απέναντί σου.
Απόψε, δε θα αφήσω καμία κουβέντα να πέσει κάτω ή να
βολευτεί στο τασάκι με τα αποτσίγαρα. Δε θα αντικρίσεις μία μορφή να κάνει
στάχτη τις λέξεις και να παραμένει σιωπηλή μέσα στον καπνό.
Πάει καιρός που συστηθήκαμε, μα στʾ αλήθεια πόσο καλά
γνωριζόμαστε;
Έπαψες να με μαθαίνεις ή δεν προσπάθησες ποτέ καθώς σε
βόλευε;
Με το να προσπαθούμε να βρούμε τι παίζει, ταλαιπωρούμε
τους εαυτούς μας και αγκιστρωνόμαστε σε μία κατάσταση μεταξύ αλήθειας και
ψεύδους, συναισθήματος και ανασφάλειας. Καμία ισορροπία, μονάχα ισχυρές
ταλαντώσεις.
Όταν σε γνώρισα, δεν ήμουν παρά μια ύπαρξη που ήθελα να
σενιάρω με κάποιο τρόπο τον χαλασμένο μου εαυτό. Έναν εαυτό που τσάκισε κάποιος
άλλος.
Εσύ, σύντομα μου πρόσφερες αυτά που χρειαζόμουν ώστε να
μαζέψω ξανά τα κομμάτια μου.
Όλα γίνονταν ταχύτατα και με προετοίμαζαν για την εξέλιξη
μιας καλοφτιαγμένης ιστορίας. Ένας χιλιοπαιγμένος ρόλος που, όμως, δε με
χαλούσε αφού συμπρωταγωνιστούσα.
Ήξερα που έμπλεκα από το πρώτο λεπτό που συναντήθηκαν τα
βλέμματά μας. Από την πρώτη στιγμή που η φωνή σου ακούμπησε τα αυτιά μου και
σφηνώθηκε εκεί.
Οι λέξεις που βγήκαν απʾ τα χείλη σου ταίριαζαν ακριβώς
με την κατάσταση στην οποία βρισκόσουν.
Ήταν άλλωστε και αυτή, ο λόγος που επέμεινα μαζί σου.
Γυαλισμένα μάτια, χαμένο βλέμμα, περασμένη ώρα…
Ταίριαζες με εκείνη που πάλευα να βρω ξανά μέσα σε πλήθος
πόνου και οργή.
Μέσα από εσένα, λοιπόν, έβρισκα έμενα.
Άλλωστε κάτι παρόμοιο ίσχυε και για εσένα. Δε θεώρησα
ποτέ ότι ήμουν η μία. Οι ψευδαισθήσεις δεν υπήρξαν αγαπημένο κομμάτι μου.
Υπήρξα διακριτική και γιʾ αυτό και δεν κατάλαβες ως τη
μέχρι τώρα πορεία μας, πως ορισμένες φορές οι αγκαλιές σου κούμπωναν στο σώμα
εκείνης της άλλης που κουβαλούσες στη σκέψη σου.
Πολλές οι φορές που κοιτούσες εμένα, ενώ τα μάτια σου
έψαχναν τα δικά της. Άγγιζα το σκοτάδι σου και ήμουν εκεί, σε κάθε πισωγύρισμά
σου, να μετρώ τα αδύναμα σημεία σου
μετατρέποντας εμένα σε άτρωτη χάριν της
επίγνωσης των πραγμάτων.
Υπήρξα, όμως, και εγωίστρια. ‘Έτσι δε σε έδιωξα, αλλά σου
παρουσίασα ένα παρόν μόνο μαζί μου.
Έδειχνες να απολαμβάνεις το ενδιαφέρον μου και την
προσοχή μου. Άρχισες δειλά να με διεκδικείς με κουβέντες και τα αγγίγματά σου
να πλησιάζουν το αληθινό πάθος.
Δεν απαίτησα τίποτα, αφού έδινες αυτά που επαρκούσαν για
να καλυφθεί το δικό μου κενό.
Με τον καιρό, όπως ήταν φυσικό, αποκάλυπτες κι άλλα
σημεία του χαρακτήρα σου. Κομμάτια που είχαν λίγο από ευαισθησία, λίγο από
αδυναμίες. Φανερώθηκαν συναισθήματα όμορφα που συνοδεύτηκαν με σωστές πράξεις
δημιουργώντας έτσι την ιδέα ενός έρωτα για το άτομο σου από την μεριά μου.
Όχι, τρελή δεν είμαι. Ξέρεις καλύτερα πως έδινες ελπίδες
που κάθε άλλο παρά φρούδες φάνταζαν.
Έφτασα να σε μισώ και να σε θέλω ταυτόχρονα.
Ένα γαμημένο «δεν ξέρω» κι ένα «θα δούμε» ύψωναν τοίχους ανάμεσά
μας και δε μου επέτρεπαν να πλησιάσω πιο κοντά. Έγινα, λοιπόν, παρατηρητής της
συναισθηματικής σου πανωλεθρίας.
Το παρελθόν σου είναι το μέλλον κάποιου άλλου, το δικό
σου παρόν κάποια άλλη και εγώ να ενσαρκώνω τα πισωπατήματά σου. Παρελθόν, παρόν
κι έχουμε μέλλον ακόμη.
Δε σε γεμίζει τίποτα πια και μου χαρίζεις απλόχερα την
επιβεβαίωση. Ζεις μία συμβιβαστική κατάσταση επειδή φοβάσαι να μείνεις μόνος
σου. Εγώ το γνώριζα αυτό και σου έδινα τον χώρο που χρειαζόσουν.
Δε θα ανεχτώ, όμως, άλλο να τεστάρεις τα δικά σου όρια σε
εμένα, προκειμένου να ισιώσεις τον δικό σου χαλασμένο εαυτό για να πορευτείς με
κάποια άλλη.
Δεν είναι εγωιστικό το θέμα ή αξιοπρέπειας. Είναι πολύ
πιο απλό. Ήσουν το σωστό σκαλοπατάκι για να ανέβω. Γιατί, λοιπόν, να
εθελοτυφλήσω και να παραστήσω την ερωτευμένη σε σένα που, όχι μόνο ερωτευμένος
δεν είσαι μαζί μου αλλά δε σου καίγεται και καρφί για τις προθέσεις μου.
Τις προάλλες που συναντηθήκαμε, τυχαία πια, με εκνεύρισε
το υφάκι σου. Άραγε θα κρατούσες την ίδια στάση εάν τα γνώριζες όλα αυτά;
Φρόντισε να αναθεωρήσεις τα δεδομένα σου και σταμάτα να μου πουλάς έρωτα ενώ το
μόνο που επιθυμείς είναι σαρκική επαφή. Ρηχή, ωμή, ανούσια!
Δε σου έδωσα τίποτα. Δε μου πήρες τίποτα.
Χάρηκα, λοιπόν, για τη γνωριμία!