Η κρυφή ιστορία της Μαρίας.
Τον
Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους χώρισα εγώ.
Γνωρίστηκαν
στο δημοτικό. Συμμαθητές μέχρι το λύκειο,
στο ίδιο τμήμα. Αυτός άριστος μαθητής,
αλλά μαζεμένος. Τα γυαλάκια του, τις
καζάκες με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο
από μέσα. Εκείνη, επίσης άριστη μαθήτρια,
αλλά ταυτόχρονα δημοφιλής. Η ψυχή κάθε
παρέας. Την ήθελαν όλοι και εκείνη δεν
ήθελε κανένα, που σήμαινε ότι τους είχε
όλους στα πόδια της. Και στην πενθήμερη
εκδρομή στην τρίτη Λυκείου, έγιναν
ζευγάρι. Ο Γιάννης από ασχημόπαπο έγινε
κύκνος, η Τζίνα τον είδε με άλλο μάτι
και ανακάλυψαν ότι είναι αδελφές-ψυχές.
Όχι,
τον Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους χώρισα
εγώ.
Πέρασαν
μαζί στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα, στην
ίδια σχολή – άκου τύχη, δεν το ‘χαν
σχεδιάσει βέβαια! Νοίκιασαν κοντά
διαμερίσματα, στο δεύτερο έτος μετακόμισαν
μαζί και στο τρίτο αρραβωνιάστηκαν.
Μαζί στα μαθήματα, μαζί διάβασμα για
εξετάσεις, μαζί πτυχίο, μαζί μεταπτυχιακό,
αυτοκόλλητοι. Όλα μαζί. Δεν γινόταν να
ξέρεις τον Γιάννη και να μη ξέρεις τη
Τζίνα. Δε θα έβλεπες ποτέ τη Τζίνα χωρίς
το Γιάννη. Έτσι λένε όλοι. Εγώ ήρθα μετά.
Αλλά
τον Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους χώρισα
εγώ.
Εγώ
τον Γιάννη τον γνώρισα χρόνια μετά, σε
ένα σεμινάριο. Με έστειλαν από τη δουλειά,
γιατι ο συνάδελφος που ήταν να πάει
αρρώστησε. Στο διάλλειμα του καφέ,
παιδεύτηκα με το μηχάνημα. Να είμαι
υπεύθυνη ολόκληρου τμήματος και να
σκαλώσω σε ένα μηχάνημα του καφέ… Τι
να πω. Με βοήθησε ο Γιάννης, κάτσαμε
μαζί, χημεία απίστευτη. Μιλήσαμε για τα
πάντα. Για οικονομικά, για ποδόσφαιρο,
για πολιτικά, για πολιτιστικά, για
προσωπικά. Ναι, μου είπε για τη Τζίνα.
‘Οχι όλη την ιστορία. Μου είπε ότι είναι
αρραβωνιασμένος, χρόνια τώρα. Η Τζίνα
βρισκόταν στο Λονδίνο. ‘Ηθελε να
μετακομίσουν εκεί, να βρουν δουλειά. Ο
Γιάννης δεν ήθελε. Πήγε εκείνη για ένα
χρόνο, να δει πώς είναι τα πράγματα.
Βρήκε αμέσως δουλειά, της άρεσε. Της
έλειπε ο Γιάννης, αλλά το Λονδίνο την
είχε μαγέψει. Η πόλη, τα φώτα, το θέατρο.
Η δουλειά καλή, τα λεφτά ακόμα καλύτερα.
Ο Γιάννης όμως της είχε ξεκαθαρίσει από
την αρχή ότι δεν ήθελε να αφήσει την
Αθήνα. Του άρεσε. Και επίσης του άρεσε
να μπαίνει στο καράβι και να πηγαίνει
στο νησί τους. Εκεί που μεγάλωσε, εκεί
που ήταν οι δικοί του, εκεί που έζησε με
τη Τζίνα, εκεί που έκανε το πρώτο του
τσιγάρο, εκεί που έπαιζε μικρός. Ο χρόνος
τελείωνε, ο Γιάννης δεν ήθελε να πάει
Λονδίνο, η Τζίνα δε δήλωνε παραίτηση
από τη δουλειά. ‘Αλλον ένα χρόνο και
βλέπουμε… Ο ένας ήλπιζε ότι θα αλλάξει
γνώμη ο άλλος.
Σας
το ορκίζομαι, τον Γιάννη και τη Τζίνα
δεν τους χώρισα εγώ.
Βγήκαμε
για ποτό όταν ξεκινούσε ο δεύτερος
χρόνος της Τζίνας στο Λονδίνο. Καθυστερούσαν
το γάμο μέχρι να βρεθούν στον ίδιο χώρο.
Να πω πως δε φτιάχτηκα, δε βάφτηκα, δε
χτενίστηκα, δε φόρεσα το φορεματάκι που
ξέρω πόσο μου πάει,ψέματα θα πω. Στην
τρίχα ετοιμάστηκα και πήγα.
Όμως,
τον Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους χώρισα
εγώ.
Οι
μαργαρίτες έρχονταν η μία πίσω από την
άλλη. Τελικά είναι δυνατά ποτά για να
έχουν ένα τόσο αθώο όνομα. Και ενώ
μιλήσαμε τόση ώρα για τη Τζίνα και πόσο
του λείπει, καταλήξαμε στο κρεβάτι. Με
ποπκορν και το λάπτοπ να βλέπουμε ταινία.
Μόνο αυτό. Και κοιμήθηκα σπίτι του. Αν
ένιωσα ότι με χρησιμοποιούσε γιατί ήταν
μόνος; Όχι, και ας ακούγεται αφελές.
Περνούσαμε τόσο καλά, ταιριάζαμε τόσο
πολύ, που όχι. Το πρωί ήταν άβολο, μες
την ευγένεια και την αμηχανία και ας
μην είχε γίνει τίποτα. Αλλά κανονίσαμε
να συναντηθούμε ξανά το βράδυ.
Παρόλα
αυτά, τον Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους
χώρισα εγώ.
Η
Τζίνα έγινε έξαλλη όταν έμαθε τι έγινε.
Καλύτερα να το είχαμε κάνει, τότε θα με
έβλεπε απλά σαν μια απλή «αρπαχτή», αλλά
τι κατάσταση είναι αυτή τώρα; Ο Γιάννης
ακύρωσε το ποτό. Του απαγορεύτηκε η
έξοδος. Δεν άκουσα από αυτόν για μερικές
εβδομάδες. Θα μπορούσαν να ήταν και
μήνες ή χρόνια. Έτσι μου φάνηκαν. Εγώ
που ήξερα για τη Τζίνα κι ήξερα ότι δεν
είχα τίποτα με το Γιάννη και κανένα
δικαίωμα πάνω του, έγινα κομμάτια. Και
πήγα με το Γιώργο που με πολιορκούσε
μήνες και τον χρησιμοποίησα και λυπάμαι
και αν βρει ποτέ την καλοσύνη να με
συγχωρήσει, θα μου φύγει ένα τεράστιο
βάρος από πάνω μου.
Πραγματικά,
τον Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους χώρισα
εγώ.
Όταν
με πήρε τηλέφωνο μετά από δύο μήνες και
τέσσερις μέρες, άρχισε η καρδιά μου να
χτυπά ξανά. Η Τζίνα ήρθε από το Λονδίνο,
μιλήσανε, του υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει
Αθήνα, όρισαν ημερομηνία γάμου, έπεσαν
γονείς, φίλοι και γνωστοί να σώσουν τη
σχέση και η Τζίνα επέστρεψε στο Λονδίνο
για να κανονίσει τις δουλειές της. Αλλά
όταν την πήγε στο αεροδρόμιο, ήξερε ότι
δε θα την ξανάβλεπε, όχι ως αρραβωνιαστικιά
του. Έτσι κι έγινε.
Τον
Γιάννη και τη Τζίνα δεν τους χώρισα εγώ.
Ναι,
τα φτιάξαμε, περνάμε τέλεια και κάθε
μέρα πετάω στα σύννεφα. Αλλά και κάθε
μέρα βρίσκω ένα πουλόβερ της Τζίνας
ξεχασμένο σε ένα ντουλάπι, περνάω από
το μπαρ που πήγαιναν μαζί, πάω να μαγειρέψω
μπιφτέκια και θυμάμαι ότι αυτή ήταν η
σπεσιαλιτέ της και το αγαπημένο του.
Βλέπω φίλους τους, που ήταν συμμαθητές
ή συμφοιτητές τους και νομίζω ότι με
κοιτούν με μισό μάτι. Γιατί, μπορεί να
έχω το παρόν του και ελπίζω το μέλλον
του, αλλά δεν έχω τίποτα από το παρελθόν
του. Αυτό ανήκει αποκλειστικά σε εκείνη.
Και δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο τη
ζηλεύω γι αυτό. Δε θέλω να πάω στο νησί
του γιατί οι μητέρες τους ακόμα πίνουν
τον καφέ τους μαζί, γιατί όλοι περίμεναν
το προσκλητήριο του Γιάννη και της
Τζίνας. Δύο φορές χωρίσαμε. Τη μία τον
πήρε η Τζίνα κλαμένη, να το ξαναπροσπαθήσουν,
τόσα χρόνια, μπλα μπλα, την άλλη τον
έπιασαν εκείνον οι τύψεις. Κάτι θα ‘πε
και κείνη η μάνα του, σίγουρα. Εγώ δεν
έκανα και δεν είπα τίποτα. Ούτε κάτσε,
ούτε σ’αγαπάω, ούτε τίποτα. Έφυγα απ’
το το σπίτι, να μη νιώσει άβολα, να μην
τον πιέσω. Λες και αν τον πίεζα, και
καθόταν θα είχα κερδίσει τίποτα; Ήρθε
μόνος του πίσω και τις δυο φορές. Είμαστε
τέσσερα χρόνια μαζί πλέον. Ταιριάζουμε,
είμαστε ερωτευμένοι, λέμε να
αρραβωνιαστούμε… Η Τζίνα δεν ξέρω πια
τι κάνει.
Τελικά,
μάλλον τον Γιάννη και τη Τζίνα, εγώ τους
χώρισα.