Ήσουν gamer από τότε που θυμόσουν τον εαυτό σου.
Δε θα ξεχάσεις τότε που στην πέμπτη δημοτικού, το μακρινό 1993 περίπου, μια ημέρα που δεν είχατε σχολείο, είχες πρήξει τους γονείς σου να σε πάνε στο Μεσσαριτάκη στην Καλλιθέα (τότε Μεσσαριτάκης, τώρα μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων παιχνιδιών), για να σου πάρουν το πρώτο σου Game Boy. Από τις πιο όμορφες αναμνήσεις της ζωής σου είναι να παίζεις The Legend of Zelda – Link’s Awakening, και Super Mario Land 2 στο Game Boy.
35 χρόνια σχεδόν gamer, λοιπόν, αλλά τα τελευταία χρόνια, έχοντας παίξει εκατοντάδες σίγουρα, μπορεί και χιλιάδες παιχνίδια, πολύ σπάνια υπήρχε περίπτωση να σε συγκινήσει παιχνίδι που ΝΑ ΜΗΝ είναι remake παιχνιδιών που αγάπησες στα 90ς – early 00ς (Resident Evil 2, Crash Bandicoot Trilogy, Silent Hill 2, κλπ).
Τίποτα δε σε είχε κάνει να νιώσεις όπως το ΕΠΟΣ του Final Fantasy VII του 1997 στο Playstation 1. Ήταν το μόνο παιχνίδι που επί 28 χρόνια από τότε που βγήκε, είχες παίξει σε όλες τις εκδόσεις του, σε όλες τις κονσόλες, μέχρι και στην έκδοση για κινητά.
Μέχρι που ήρθε το Clair Obscur: Expedition 33.
Ένα παιχνίδι που δε βγήκε από κάποια τεράστια εταιρεία-κολοσσό του gaming. Ένα παιχνίδι που αναπτύχθηκε από μια ομάδα 33 (!) μόλις developers. Ένα παιχνίδι που επανάφερε τα mechanics των turned based battles σε ένα RPG (role playing game), κάτι που, οι fan του είδους, είχαμε περίπου 20 χρόνια να ευχαριστηθούμε σε παιχνίδι.
Το πρώτο κόλλημα ήρθε με το title menu (οθόνη τίτλων), με τις κλασικές επιλογές “New Game”, “Continue”, “Settings”, κλπ.
Μια μαγευτική μουσική αρχίζει να ηχεί στα αυτιά σου κι εκεί που απλά έβαλες το παιχνίδι για να δεις γιατί τόσο hype πια, ξαφνικά το 1000% της προσοχής σου πήγε εκεί, καθώς ούτε ένα 20% της προσοχής σου δεν είχες εκεί ως τότε, κι απλά έπαιζες μηχανικά από συνήθεια, ενώ ο μεγάλος σου γιος έπαιζε μπάλα στο σαλόνι, καταφέρνοντας να στείλει την μπάλα μέσα σε ντουλάπια με πιάτα και ποτήρια, παράγοντας ένα πλούσιο οπτικοακουστικό θέαμα, ενώ ο μικρός δοκίμαζε τα όρια της ηχομόνωσης της πολυκατοικίας, τραγουδώντας μια άρια “Κλάμα της ημέρας χωρίς λόγο Νο. 465”.
Ωπ! Κάτι έχουμε εδώ!
Δεν είναι απλά διαφυγή από τη σκατένια μας πραγματικότητα. Είναι παραλληλισμός με το κακό του κόσμου μας, σε ένα παιχνίδι που μας κάνει και αισθανόμαστε προσωρινά safe… επειδή δεν είμαστε μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Παρόλο που ο δικός μας είναι χειρότερος.
Πατάς νέο παιχνίδι. Ξεκινά να εκτυλίσσεται στα μάτια σου μια μαγευτική ιστορία. Το setting ήταν μια μίξη fantasy και πραγματικού κόσμου, σε μια φανταστική εκδοχή του Παρισιού (στο παιχνίδι: Lumiére) την εποχή belle epoche. Κτίρια μισό κατεστραμμένα, αλλά μέσα από τα ερείπια φυτρώνουν υπέροχα λουλούδια. Και καταλαβαίνεις ότι κάτι πολύ κακό συμβαίνει.
Η Mistress, η main villain του παιχνιδιού, ξυπνά κάθε χρόνο και διαγράφει έναν αριθμό πάνω σε έναν μαγικό μονόλιθο, ενώ στην συνέχεια γράφει έναν άλλο αριθμό, κατά ένα μικρότερο από τον προηγούμενο στη θέση του.
Σβήνει τον αριθμό 34, και γράφει τον αριθμό 33.
Με το που το κάνει αυτό, όσοι είναι στην ηλικία των 33 ετών, αυτόματα πεθαίνουν.
Χάνονται.
Σβήνουν στο σεληνόφως.
Κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει γιατί το κάνει, ποιο είναι το κίνητρο. Κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει. Όλοι ξέρουν, όμως, ότι πλέον κανένας δεν μπορεί να ζήσει πάνω από τα 33 χρόνια. Του χρόνου αυτός ο αριθμός θα είναι 32.
Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, μια νέα εκστρατεία ξεκινάει πέρα από τη θάλασσα, που είναι το κάστρο της Mistress, με σκοπό να τη σταματήσουν. Να αποτρέψουν πλέον αυτό το ανείπωτο κακό που έχει διαλύσει τον κόσμο τους.
Κάθε χρόνο ένα νέο Expedition ξεκινά και κάθε φορά αποτυγχάνει.
Ο χαρακτήρας που έχεις εσύ είναι ο Gustave. Ο Gustave ηγείται της Expedition 33. Η νέα εκστρατεία που θα ξεκινήσει. Μερικές ώρες πριν ξεκινήσει, είδε την αγαπημένη του να χάνεται στο ηλιοβασίλεμα, να σβήνει στον άνεμο, επειδή η Mistress διέγραψε τον αριθμό της. Ο πόνος και ο θυμός μετατρέπονται σε αποφασιστικότητα και τόλμη να γίνει το πρώτο Expedition που θα το καταφέρει. Που θα την νικήσει.
Ποια είναι, όμως, η Mistress; Μήπως την απάντηση δε θέλουν να την μάθουν ποτέ οι Expeditioners;
Ήταν η πρώτη φορά από το 1997 σχεδόν (και συγκεκριμένα από το Final Fantasy VII…) που είδες ένα παιχνίδι με τόσο καλογραμμένους χαρακτήρες και τόσο βάθος στο σενάριο. Μια υπέροχη ιστορία με την οποία δεν μπορείς να μην ταυτιστείς, παρόλο που είναι μια κλασική μάχη του καλού ενάντια στο κακό.
Πέρα από τα μαγευτικά γραφικά με τα χιλιάδες χρώματα και την ασύλληπτα όμορφη οπτική απόδοση ενός κόσμου που έχει ανατριχιαστικά πολλές ομοιότητες με τον δικό μας – ειδικά αν σκεφτεί κανείς τι τέρατα τρέχουν και στους δικούς μας δρόμους και μας κυνηγούν καθημερινά – τα απίστευτα mechanics των turned based μαχών, το building των χαρακτήρων, το exploration στον απέραντο world map, καθιστούν το παιχνίδι ένα ασύλληπτο ΕΠΟΣ που οι λάτρεις των RPG θα θέλαμε να έχουμε δει πολλά χρόνια πριν. Ιδανικά θα θέλαμε τα Final Fantasy από το 13 ως το 16 να είναι έτσι. Δεν είναι όμως δυστυχώς.
- Ο Gustave κάνει την τελευταία επίθεση μετά την Maelle. Ο εχθρός μπροστά τους κραδαίνει απειλητικά το γεμάτο θάνατο διπλό πέλεκύ του.
- H Lune τους κάνει heal και τους γιατρεύει για να δώσει μια ευκαιρία στην ομάδα να νικήσουν.
- Ο Monoco κάνει μια φοβερή επίθεση με φωτιά βάζοντας κι αυτός το λιθαράκι του στην επίτευξη της τελικής νίκης.
Κάθε Expedition ανοίγει όλο και περισσότερο, λίγο λίγο το δρόμο για τους επόμενους. Για αυτό και στο ημερολόγιο που κρατά ο Gustave καθόλη τη διάρκεια της ιερής αποστολής τους, μια φράση κυριαρχεί:
“…For those who come after…”!!