ʽʽ «Ένας
τούρκος στο Παρίσι», λέει το τραγούδι.
Καλά, στο
Παρίσι δεν είσαι. Είσαι στη Σαλονίκη που είναι πιο όμορφη απʾ όλες τις πόλεις
του κόσμου, άρα πρέπει να ζηλεύω διπλά.
Το
χειρότερο της ιστορίας, όμως, είναι άλλο.
να στο εξομολογηθώ.
Βρήκες
ένα μικρό, κατάμαυρο γατάκι κι όλη την ώρα μου μιλάς γιʾ αυτό. Ήρθε, λέει, ένα
πρωί και νιαούριζε έξω απʾ την πόρτα σου. Μπλεκόταν ανάμεσα στα πόδια σου και
χουρχούριζε κι εσύ περιγράφοντάς μου αυτή τη σκηνή γνωριμίας σας, έλαμπες από
χαρά.
Ναι, χαιρόσουν
μʾ αυτό το χαζό, τόσο γλυκό κι αθώο βλέμμα που με έκανε να σε ερωτευτώ. Αυτό
ακριβώς πρέπει να είχες. Έτσι το φαντάζομαι και σφίγγω τα δόντια μου από οργή
και ζήλια.
Θέλω να το πνίξω αυτό το γατί μαζί με τα χακί ρούχα μου, τ’ άρβυλα
και την απόσταση που μας χωρίζει.
Θέλω να
πάψω να σε ζηλεύω τόσο, να πάψω να σε παίρνω τηλέφωνο κάθε δυο λεπτά και να
νιαουρίζω κι εγώ σαν αυτό.
Αυτή
είναι η ανάγκη μου.
Πίστεψέ
με, όταν σου λέω πως θα είναι η πρώτη κι η τελευταία φορά που είμαστε χώρια,
το εννοώ. Αυτό κατάλαβα στο νησί κι είναι κι ένας απʾ τους λόγους που υπομένω την
μπουρδελοκατάσταση εδώ πέρα.
Φαντάζομαι
και για σένα είναι δύσκολα. Το καταλαβαίνω όταν ζηλεύεις την τριανταπεντάρα
σπαστική υπολοχαγό μου. Που νευριάζεις, όταν σου λέω πως μόνο και μόνο που
φοράει στολή, είναι εκτός ανταγωνισμού.
Να σου πω κάτι, ρε μωρό μου; Όλα θα τα υπομείνω για σένα.
Την
καζούρα που ακούω, όταν με παίρνουν πρέφα πως κάτι σεξουαλικό μου λες στο
τηλέφωνο, όταν τρελαίνομαι και παραμιλάω μόνος μου για το πού είσαι και
τι κάνεις, όταν ακούω καψουροτράγουδα κι ανάβω τσιγάρο το ένα πάνω στ’ άλλο.
Αναρωτιέσαι
το γιατί; Γιατί κάθε μέρα που περνά, με φέρνει πιο κοντά σου και μόνο στην ιδέα
πως θα σʾ αγκαλιάσω και θα είσαι αληθινή μέσα στα χέρια μου, ιδρώνουν οι παλάμες μου από την ανυπομονησία.
Τρέμω
μήπως βρεις κανέναν άλλον γάτο, πιο μεγάλο, κανένα γείτονα, κανένα φίλο φίλου.
Όσο και
να το ζηλεύω αυτό το μαύρο, μικρό, γατάκι που μάζεψες απʾ την γειτονιά σου,
τόσο θα ‘θελα να το εκπαιδεύσω να ορμάει σʾ όποιο άλλο αρσενικό μπει σπίτι σου.
Να είναι εκεί να σε φυλάει.
Οι άλλοι,
οι μεγάλοι «γάτοι», μόλις ακούσουν πως τʾ αγόρι σου είναι υπηρέτης της μαμάς-πατρίδας,
σε περιτριγυρίζουν, έτσι δεν είναι;
Να κάνουν πέρα οι επιτήδειοι. Είσαι δικιά μου.
Α! Και
κάτι ακόμα. Όταν πάρω την γαμημένη την άδεια, θα σε πεθάνω στα φιλιά. ʼʼ
Κλείνω το γράμμα και το ακουμπάω
πάνω στο τραπέζι. Μετράω αντίστροφα. Λίγες μέρες έμειναν μέχρι να σε δω. Μέχρι να είσαι εδώ.