Είναι κάτι κορίτσια που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν. Το ρολόι του χρόνου ράγισε κι έμειναν εγκλωβισμένα κάπου μέσα στη μοναξιά, τη σιωπή και την ανυπαρξία. Όνειρα ξεχαρβαλωμένα, που έγιναν χαρτοπόλεμος μέσα στην αδιαφορία του κόσμου.
Αδερφή μου…
Δε σε γνώρισα ποτέ μου, μα είναι σαν το αίμα μου να σ’ ήξερε από πάντα.
Δε μας γέννησε η ίδια μήτρα, αλλά μας ανέθρεψε, κοινά, στον κόρφο του ο φόβος… Κι ας μην το ξέραμε, τη στιγμή που σκίζαμε -αλλού εγώ, αλλού εσύ- τον κόσμο στα δύο με το πρώτο κλάμα.
Δεν μπόρεσα να μετρήσω πόσες φορές παρακολούθησα τις τελευταίες στιγμές σου. Λες και περίμενα έναν από μηχανής θεό να έρθει να γλυκάνει το δράμα. Κάποιον να πεταχτεί άξαφνα πίσω από την κουίντα. Σαν ταινία σινεμά που περιμένεις να δεις μια μικρή ανατροπή. Μια ύστατη λύτρωση λίγο μετά τους τίτλους τέλους.
Δεν ήταν αυλαία. Ήταν φυγή από ένα θέαμα πόνου που κανείς δεν διέκοψε, έστω από απειροελάχιστη ανθρωπιά.
Σε κάθε καρέ: τα μάτια σου. Εκείνα τα πελώρια, θλιμμένα μάτια, να κοιτούν την χίμαιρα με φόβο κι απορία, προτού σφαλίσουν με παράπονο τις πόρτες του κόσμου.
Θα ‘πρεπε να καταδικάζονται οι άνθρωποι για αυτή τους την ύβρη -ν’ αφήνουν την απόγνωση να δίνει το αποχαιρετιστήριο φιλί.
Η πιο μεγάλη προδοσία δεν είναι η μαχαιριά που βρήκε τον λαιμό σου, αδερφή μου. Ήταν τα βλέμματα που γύρισαν αμήχανα απ’ την άλλη.
Εκείνες οι άγαρμπες κινήσεις να σφίξουν την τσάντα πιο κοντά στο στήθος, κάνοντας σιωπηρή δήλωση πως το περιεχόμενο ήταν πιο σημαντικό απ’ τη ζωή σου. Ήταν τα βεβιασμένα βήματα προς την έξοδο του συρμού.
Το μανιφέστο ασυνείδησης κατέβασε το μαχαίρι άλλες τόσες φορές στο άψυχο σώμα σου, την ώρα που γλιστρούσε απ’ το κάθισμα κι έσκυβε στη μάνα-γη για να επιστρέψει.
Πώς έγινε ο κόσμος, τόσο ανελέητα σκληρός, αδερφή μου;Πώς φτάσαμε να βλέπουμε το τέρας και να τ’ αγκαλιάζουμε σαν παλιό εραστή που μοιραστήκαμε τσιγάρα, καπνό κι ένα κρεβάτι;
Το ξέρεις καλύτερα από μένα…
Δε σπάει ο κόσμος μονομιάς. Δεν γίνεται ατσάλι από τη μια στιγμή στην άλλη. Θα τύχει η φορά που θα ραγίσει, μα είμαστε εμείς που θ’ αποφασίσουμε πόσο μακριά θα ταξιδέψει αυτή η ρημάδα η ρωγμή.
Η βία δεν γεννιέται στα σκοτάδια από τέρατα. Αναμοχλεύεται, θεριεύει και κυκλοφορεί τη μέρα, κρατώντας σφηνωμένο τ’ αλεξήλιο με ένα «δε με αφορά».
Η βία δεν είναι περιστατικό κακοτοπιάς σε ύποπτο σοκάκι. Είναι παιδί καλοβαλμένο με γαλλικά και θράσος που περπατά ελεύθερα αγκαζέ με τη σιωπή μας, τη βραχυπρόθεσμη μνήμη και την εξαιρετικά σύντομη θλίψη μας.
Σαν ένα μπουφάν έγινε το «δε με νοιάζει» μας. Μια κίνηση μηχανική ‘ μία το πετάμε στους ώμους και μία το βγάζουμε σύμφωνα με την άνεσή μας.
Η άρνηση δεν εμφανίζεται την ώρα του εγκλήματος. Στάζει αργά στις μικρές στιγμές της ημέρας. Καλλιεργείται μέσα από αθώα ψέμματα. Χρόνο με τον χρόνο ψηλώνει, βγάζει κλαριά, δένει τις ρίζες βαθιά στο έδαφος, μέχρι που γίνεται πελώρια κι εσένα δε σε απασχολεί πια αν σου κρύβει τη θέα.
Συνηθίζεις και δεν έχεις χρόνο να θυμηθείς το πριν. Δε σε αφορά κιόλας. Αρπακόλα η ζωή, μα προλαβαίνουμε (;)
Τι σκέψεις να έκανες εκείνο το βράδυ άραγε;
Να πρόλαβες να κάνεις όνειρα;
Να έζησες ένα μεγάλο έρωτα;
Αγκαλιάστηκες αρκετά, ώστε να έχεις μια παρηγοριά στο μοναχικό σου ταξίδι;
Δημιούργησες, χόρεψες αυθόρμητα, γέλασες;
Καθώς έφευγες από μια φρίκη, άραγε πρόλαβες να ελπίσεις;
Ήσουν τόσο κουρασμένη εκείνο το βράδυ, που το ένστικτο κινδύνου σου δε λειτούργησε;
Πόνεσες πολύ ή απελευθερώθηκες;
Είμαι θυμωμένη, αδερφή μου. Θα έπρεπε να σκέφτομαι θετικά· πως μέσα από το ξεφτιλίκι της ανθρωπότητας, θ’ αρχίσει κάτι ν’ αλλάζει. Θα έπρεπε να σκέφτομαι πως ήταν μια σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και τώρα θα γίνει μια νέα αρχή.
Θα ήθελα να πω πως ήσουν το τελευταίο θύμα, μα ξέρω πως δε θα είσαι. Θα γίνεις ένα σημείο αναφοράς, ένα pin σ’ έναν χάρτη που πια δεν περίσσεψε χώρος. Ίσως και να ξεχαστείς στην επόμενη πιασάρικη, περισσότερο βάναυση ιστορία.
Μυρτώ. Γαρυφαλλιά. Ελένη. Κυριακή. Άσπα. Αλεξάνδρα. Δώρα. Βίκυ. Γεωργία. Τζεβριέ. Νεκταρία. Μόνικα. Σταυρούλα. Μαρία. Αννίσα. Καρολάιν. Κωνσταντίνα. Βασιλική. Ευγενία. Λουίζα. Γεωργία. Αρετή. Ερατώ. Χρυσή. Άννα. Αναστασία. Δέσποινα. Μαλένα. Ίριδα. Άλεξ. Άγγελος. Τζωρτζίνα. Άννυ. Βαγγέλης. Παύλος.
Οι παρουσίες μετρούν περισσότερες απουσίες. Υπαρκτά ονόματα με επίθετο. Κι οι ηλίθιοι συνεχίζουν να πιστεύουν πως η βία είναι προϊόν κατασκευής των ειδήσεων, των δημοσιογραφίσκων και της κακιάς στιγμής.
Κάθε όνομα έχει αφήσει πίσω μια μάνα. Ένα παιδί. Μια οικογένεια που ζει παρασιτικά μέσα από φωτογραφίες κι αναμνήσεις.
Κάθε όνομα αφήνει στους ενσυνείδητους μια αφορμή για να ντραπούν και να κλάψουν για την κατάντια. Δεν μπαίνει τελεία. Μόνο παύσεις. Ανάσες σύντομες μέχρι την επόμενη καταγραφή. Μέχρι την επόμενη απώλεια.
Αύριο ξημερώνει ξανά Παρασκευή.
Για πόσο θα σφυρίζει ο κόσμος αδιάφορα; Για πόσο ο γείτονας θα είναι εθελοντικά τυφλός σε όσα απέναντι συμβαίνουν; Για πόσο θα φοράμε την κουκούλα της δειλίας και θα ζούμε σε mood ατομικής επιβίωσης;
Θα ‘ θελα να είχα μια απάντηση σ’ όλα ερωτήματα που στοιβάχτηκαν κι έγιναν οργή μέσα μου, όμως, δεν την έχω.
Αφήνω αποτύπωμα στον κόσμο, μόνο την υπόσχεσή μου.
Δε θα προσπεράσω με βήματα, ούτε θα τραβήξω τις κουρτίνες.
Δε θα τρέξω αντίθετα. Δε θα κρυφτώ. Θα φέρνω τα μάτια σου στη μνήμη, για να μην μπορώ να ξεχάσω.
Η ανθρωπιά δεν είναι απλά λέξη. Είναι ο τρόπος που επιλέγεις να ζεις και να κρατάς το κεφάλι ψηλά, όταν όλος ο κόσμος βρίσκεται απέναντι και σε πιέζει να σκύψεις.
Πέρασε η ώρα κι ήρθε η ώρα να πούμε αντίο.
Μέχρι ν’ ανταμώσουμε πάλι, ξεχύσου στο φως, αδερφή μου.
Βρες τη θέση που δε σου δόθηκε σε αυτή τη βόλτα και για πρώτη φορά… χαμογέλα!