Ανθρωπιά. Η ικανότητα να διακρίνουμε την αλήθεια πίσω από την εικόνα, τον πόνο πίσω από τα πρόσωπα. Στους δρόμους της πόλης, οι πράξεις μας δείχνουν ποιοι είμαστε πραγματικά.
Από μικρή είχα ένα χαρακτηριστικό που είναι και καλό και κακό· εξαρτάται πώς το βλέπεις. Ήμουν πάντα πολύ ευαίσθητη κι ευσυγκίνητη.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω αν οφείλεται στον χαρακτήρα μου και μόνο, ή αν παίζει ρόλο και το πώς μεγάλωσα. Μπορεί να είναι λίγο κι από τα δύο.
Μεγαλώνοντας, λοιπόν, σ‘ ένα νησί και πηγαίνοντας να σπουδάσω σ‘ ένα άλλο, δεν είχα ζήσει –μέχρι και πριν τρία περίπου χρόνια– τη “μαγεία” της μεγάλης πόλης.
Όταν ήρθαν έτσι τα πράγματα και πήρα την απόφαση να μετακομίσω στην Αθήνα, η φράση που άκουσα από τους περισσότερους ήταν: «Στην Αθήνα θα γίνεις αναίσθητη!».
Μου είχε φανεί περίεργο, αν κι δεν το έδειξα.
Αναρωτήθηκα «πώς γίνεται κανείς αναίσθητος»;
Προς υπεράσπιση εκείνων που μου είπαν αυτή τη φράση, στην πορεία της συζήτησης, εξήγησαν ότι δεν το εννοούσαν κακοπροαίρετα. Δεν παθαίνεις μετάλλαξη, απλά οι συνθήκες είναι τέτοιες, που σε αναγκάζουν να συμπεριφέρεσαι…αδιάφορα.
Ήδη, απ τον πρώτο καιρό που πήγα εκεί, κατάλαβα γιατί. Το πλήθος κόσμου που βρίσκεται κυριολεκτικά στον δρόμο, είναι μια θλιβερή πραγματικότητα. Δεν είναι κάτι πρωτοφανές που δε βλέπεις σ‘ άλλα μέρη, αλλά σε τέτοια έκταση, τολμώ να πως πως για εμένα ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Και ναι, το έβλεπα για πρώτη φορά!
Στην αρχή προσπάθησα να βοηθάω όπου μπορώ μιας και, ως άνεργη, δεν είχα και πολλά περιθώρια.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια μέρα που γυρνούσα από κάτι δουλειές και στον ηλεκτρικό μπήκε ένα κύριος που ζητούσε βοήθεια. Είχε ένα παιδί με καρκίνο στο νοσοκομείο κι η ανάγκη τον έκανε να ζητήσει δημόσια βοήθεια. Έκανα την κίνηση να βγάλω απ‘ το πορτοφόλι μου ό,τι ψιλά είχα και να του τα δώσω.
Ένας συνεπιβάτης που με παρατηρούσε με επέπληξε λέγοντας: «Τι κάνεις εκεί, κορίτσι μου;».
Αφού προσπάθησα να του εξηγήσω, με ενημέρωσε πως ζει στην Αθήνα 22 χρόνια, κι εδώ και 22 χρόνια βλέπει τον συγκεκριμένο κύριο να ζητάει βοήθεια για το άρρωστο παιδί του.
Εκείνη την ώρα πέρασε απ‘ το μυαλό μου το «κάνε το καλό και ριχτό στον γιαλό», αλλά δεν είπα τίποτα. Ο συρμός σταμάτησε κι ο άνθρωπος που ζητούσε βοήθεια κατέβηκε, προτού φτάσει σ’ εμένα.
Κάποια άλλη χρονική στιγμή, έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας μ’ έναν άνθρωπο που πεινούσε. Μια κυρία του έδωσε φαγητό –κάτι μουστοκούλουρα που είχε μαζί της– κι εκείνος το δέχτηκε με τόση ευγνωμοσύνη, που μόνο που δεν της φίλησε τα χέρια!
Υπήρξαν, όμως, και περιστατικά που ένιωσα αυτή την περιβόητη «αναισθησία» να κυλά στις φλέβες μου.
Ήταν ένας πιτσιρικάς που πουλούσε κάτι διακοσμητικά και παρίστανε παιδί με διανοητική στέρηση. Παρόλο που είχα ελάχιστα χρήματα πάνω μου, πήρα κάτι από τον δίσκο του κι ας μην το χρειαζόμουν πραγματικά.
Πηγαίνοντας να πάρω τσιγάρα σ’ ένα διπλανό μίνι μάρκετ, βλέπω τον πιτσιρικά αυτόν, με τα μανίκια σηκωμένα και γεμάτα τατουάζ, να μιλάει κανονικότατα και με ευφράδεια, χωρίς κανένα εκ γενετής πρόβλημα. Με χαιρέτησε με θράσος κι ένα στραβό χαμόγελο, γεμάτος ικανοποίηση που με ξεγέλασε και μου πήρε τα λεφτά.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ή μάλλον ήλπιζα; Η καλή μου πρόθεση ας έπιανε τόπο στο επόμενο τατουάζ κι όχι στην πρέζα τουλάχιστον! Ύστερα, ήρθε η συνειδητοποίηση και είπα: «Ράνια, ως εδώ! Θα δίνεις όποτε κι όπου μπορείς!».
Όσο περνάει ο καιρός στη μεγάλη πόλη και μαθαίνει το πετσί σου, δεν αργείς να πιάσεις τα σημάδια για το ποιοι είναι απατεώνες και ποιοι όντως έχουν ανάγκη.
Δε θα ξεχάσω μία πανέμορφη κοπέλα…Πρέπει να ήταν γύρω στα 30-35. Καθόταν (και κάθεται) συχνά δίπλα σε ένα ATM της Πειραιώς με τα λιγοστά της υπάρχοντα, ένα ποτηράκι για να της ρίχνουν κέρματα, ένα βιβλίο κι ένα χαρτόνι που έλεγε “ΑΣΤΕΓΗ”.
Τίποτα περισσότερο. Ούτε παρακάλια, ούτε κλάματα. Ούτε αυτολύπηση.
Διάβαζε το βιβλίο της ήσυχα.
Μια μέρα κάποιος της προσέφερε φαγητό. Δε θυμάμαι τι ήταν. Είπε «ευχαριστώ» μ‘ ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο ευγνωμοσύνη σε αυτόν που της το έδωσε και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο της.
Και τότε το είδα…
Δάκρυα.
Το καπέλο που φορούσε έκρυβε τα μάτια της αλλά τα είδα να τρέχουν στα μάγουλά της.
Κάτι σφίχτηκε μέσα μου. Αναρωτήθηκα πώς να ένιωθε αυτή η κοπέλα. Έκλαιγε από ευγνωμοσύνη που θα είχε σήμερα κάτι να φάει; Έκλαιγε από απόγνωση που η ζωή την είχε φέρει σε αυτό το σημείο;
Δεν ξέρω και δεν ρώτησα γιατί δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση.
Απλά κάθε φορά που τη βλέπω, της αφήνω κάτι. Ό,τι μπορώ. Όσο μπορώ. Γιατί έχω στο μυαλό μου ότι, υπό διαφορετικές συνθήκες, μπορεί να ήμουν εγώ στη θέση της κι ένας Θεός ξέρει πώς ζει αυτό το κορίτσι στους δρόμους τις νύχτες.
Μπορείς να προσποιηθείς πολλά, αυτά τα δάκρυα όμως δεν ήταν ψεύτικα. Δεν ήταν θεατρικά. Δεν ήταν για να τα δεις κανείς και να τη λυπηθεί.
Έχουμε την τάση να τους βάζουμε όλους στο ίδιο σακί, με την ταμπέλα «απατεώνες» καρφωμένη απ’ έξω. Αν, όμως, σηκώσουμε λίγο τα βλέμμα απ‘ το κινητό μας και τα πατώματα, έχουμε την ικανότητα να διακρίνουμε τον πραγματικό, ανθρώπινο πόνο.
Ακόμα και στην περίπτωση που δεν το κάνουμε, ας πράξουμε το καλό κι ας πάει και στον γιαλό!
Ας είναι και ψέματα.
Ας είναι κι απάτη.
Προσωπικά, θα κοιμάμαι καλύτερα τις νύχτες, ξέροντας πως κάποιος δεν έμεινε νηστικός σήμερα, επειδή τόλμησα να μην γυρίσω το βλέμμα αλλού.