Ο Νίκος Κοεμτζής έμεινε στην ιστορία για μια «παραγγελιά» που βάφτηκε με αίμα. Στη νυχτερινή Αθήνα του ’73, ένας χορός ζεϊμπέκικου εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο πολύκροτα εγκλήματα της εποχής. Ποιος ήταν όμως ο άνθρωπος πίσω από το όνομα που έγινε θρύλος και σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς;
Στην Αθήνα της δεκαετίας του ’70, όταν η πόλη πάλευε ακόμη να βρει την ταυτότητά της μέσα σε σκιές δικτατορίας και φτωχικών αγώνων, η νύχτα ήταν η μόνη διέξοδος. Τα μπουζούκια και τα λαϊκά κέντρα έμοιαζαν με μικρές φωλιές λησμονιάς.
Εκεί οι άνθρωποι ξέχναγαν τα βάσανά τους, άφηναν πίσω το άγχος, την πολιτική καταπίεση, τα χρέη, και βούλιαζαν στον καπνό, στο πιοτί και στη μουσική που χτυπούσε κατευθείαν στην ψυχή.
Ο Νίκος Κοεμτζής δεν ήταν άνθρωπος της μεγάλης σκηνής. Γεννημένος μέσα στη φτώχεια, με σκληρή ζωή στην επαρχία, κουβαλούσε από μικρός το βάρος της αδικίας. Σκληρό παιδί, αλλά ευαίσθητο με τους δικούς του, μεγάλωσε με μια βαθιά πίστη στην τιμή, στην οικογένεια, στον σεβασμό. Αυτές οι αξίες ήταν το μέτρο του κόσμου του. Και σ’ εκείνον τον κόσμο, ο χορός ενός ζεϊμπέκικου δεν ήταν απλώς διασκέδαση — ήταν ιεροτελεστία.
Όλα ξεκίνησαν το βράδυ της 25ης Φεβρουαρίου του 1973 στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα” όπου ο Νίκος, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Δημοσθένη, και μερικούς φίλους ακόμα μπήκαν στο μαγαζί για να διασκεδάσουν.
Κάθονται παραγγέλνουν και ξεκινάνε να πίνουν. Λίγο αργότερα, κι ενώ το κέφι είχε ανάψει για τα καλά, ο Δημοσθένης, ο αδερφός του Νίκου, ζητάει παραγγελιά το τραγούδι “Βεργούλες” του Μάρκου Βαμβακάρη για να το χορέψει.
Στην αρχή του μουσικού προγράμματος, οι τραγουδιστές -Κώστας Καρουσάκης και Παναγιώτης Αθανασιάδης- ζητούν να μη γίνουν παραγγελιές.
Ο Καρουσάκης λέει στον Αθανασιάδη: «Τάκη, πες τις Βεργούλες, μην μας κάνουν αυτοί καμιά φασαρία, να γλιτώσουμε από δαύτους».
«Το επόμενο είναι παραγγελιά», είπε ο Αθανασιάδης απ’ την πίστα.
Ο νόμος της παραγγελιάς εκείνη την εποχή έλεγε πως αυτός που τη ζητάει, πρέπει και να την χορέψει. Κι αν δε την χορέψει, πρέπει σίγουρα να την πληρώσει. Κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να χορέψει την παραγγελιά.
Η ορχήστρα ξεκινάει να παίζει το τραγούδι κι ο Δημοσθένης σηκώνεται να χορέψει. Όμως, την ώρα που παίζει η παραγγελιά, δύο άλλοι θαμώνες ανεβαίνουν στην πίστα και χορεύουν, παρενοχλώντας επιδεικτικά τον Δημοσθένη.
Είναι αστυνομικοί της Ασφάλειας που γνωρίζουν τον Νίκο Κοεμτζή από τα παλιά του μπλεξίματα με την Αστυνομία.
Θες λίγο το ποτό, λίγο ο ευέξαπτος χαρακτήρας του, λίγο το αίσθημα της τιμής, ο Νίκος σηκώθηκε στην πίστα για να υπερασπιστεί την τιμή του αδελφού του κι εκεί ξεκίνησε το μακελειό.
«Παραγγελιά ρε!», φωνάζει ο Νίκος .
Βγάζει τον σουγιά από την τσέπη του και σε κατάσταση αμόκ, ορμά μαινόμενος και σκοτώνει τους δύο αστυνομικούς, ενώ τραυματίζει άλλους οκτώ θαμώνες.
Η πίστα γεμίζει αίματα, την ώρα που κόσμος τρέχει πανικόβλητος για να γλιτώσει από τη μανία του φονιά. Βρίσκεται σε απόλυτο παροξυσμό και καρφώνει όποιον βρεθεί στον δρόμο του.
Οι αστυνομικοί Δημήτριος Πεγιάς και Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης κείτονται νεκροί, μαζί με τον φανοποιό Ιωάννη Κούρτη, που ήταν και αυτός στην παρέα.

Ο Κοεμτζής καταφέρνει να διαφύγει απ’ το κέντρο, χτυπώντας με τον σουγιά όποιον έμπαινε στο δρόμο του. Βρίσκει καταφύγιο στο Πέραμα, αλλά δε θα κρατήσει για πολύ.
Λίγες ώρες αργότερα συλλαμβάνεται.
Μετά τη σύλληψή του, ο Κοεμτζής υποστήριξε ότι θόλωσε απ’ το ποτό κι απ’ την προσβολή. Στη δίκη, ο συνήγορός του προσπάθησε ν’ αποδείξει, ότι ο δράστης είχε ψυχολογικά προβλήματα. Μ’ αυτό το επιχείρημα, στο παρελθόν είχε αποφύγει τη στράτευση, αλλά αυτή τη φορά οι δικαστές δεν του χαρίστηκαν. Απέρριψαν το αίτημα να εξεταστεί από γιατρό και τον καταδίκασαν με την εσχάτη των ποινών:
Τρεις φορές σε θάνατο κι οκτώ σε ισόβια.
Ο Κοεμτζής στέλνεται να εκτίσει την ποινή του, περιμένοντας την εκτέλεσή του στις βαρύτατες και σκληροπυρηνικές φυλακές της Κέρκυρας.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Γιώργος Λιάνης (πρώην υφυπουργός αθλητισμού επί ΠΑΣΟΚ) θα γνωρίσει τυχαία το “κτήνος” που περιέγραφαν οι εφημερίδες, όταν θα επισκεφτεί τις φυλακές της Κέρκυρας ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα “Τα Νέα” για να καταγράψει την κατάσταση στις πιο περιβόητες και σκληρές φυλακές της Ελλάδας. Όλοι τις χαρακτήριζαν “κολαστήριο”.
Όσο θα μιλάει με τον διευθυντή των φυλακών, κάποιος που φορούσε φόρμα κρατουμένου θα τον σκουντήξει στην πλάτη.
“Είσαι από τα ΝΕΑ;”, θα τον ρωτήσει ο Νίκος
– “Ναι”, θα απαντήσει
– “Νίκος Κοεμτζής”, είπε και άπλωσε το χέρι του.
«Ο φόβος με κυρίευσε. Τότε διαβάζαμε φοβερά πράγματα για τον Κοεμτζή. Τον παρατήρησα προσεκτικά. Γυμναζόταν στη φυλακή, ήταν γεροδεμένος και είχε μία φοβερή σβελτάδα. Δεν μπορείς άλλωστε να σκοτώσεις τρεις ανθρώπους σε μερικά δευτερόλεπτα.
Οι εφημερίδες τον χαρακτήριζαν “κτήνος” και ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για έναν από τους σκληρούς “ηγέτες” της φυλακής στην Κέρκυρα. Ήταν ένας θανατοποινίτης που απλώς δεν πρόλαβε να εκτελεστεί. Αφού συστηθήκαμε, μου ζήτησε να πάμε στο κελί του. Εξεπλάγην.
Δεν περίμενα ποτέ ότι ένας εγκληματίας που σκότωσε εν ψυχρώ τρεις ανθρώπους θα διατηρούσε ένα πεντακάθαρο κελί, όπου θα έβρισκα τα ΝΕΑ και το Ποντίκι των διανοούμενων αριστερών, πλάι σε ένα τετράδιο με ποιήματα που έγραφε ο ίδιος. Το κελί δεν ανήκε σε έναν σκληρό εγκληματία, αλλά σε έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, με ευαισθησίες, με έναν δικό του κώδικα τιμής και δικαιοσύνης» (δήλωση του Γιώργου Λιάνη στο VICE).
Πώς όμως φτάνει κανείς σε ένα τέτοιο έγκλημα;
Τα παιδικά χρόνια του Κοεμτζή ρίχνουν άπλετο φως στο έγκλημά του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δικαιολογείται ή οτι του αφαιρεί την ενοχή πλήρως.
Γεννιέται το 1938 και μεγαλώνει στους κόλπους μίας φτωχής οικογένειας, στο Αιγίνιο Πιερίας. Οι γονείς του, Παναγιώτης και Αναστασία, συμμετέχουν στο ΕΑΜ κι υφίστανται συνεχείς διώξεις από τις κρατικές αρχές τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου και της μεταπολεμικής περιόδου.
«Ο Κοεμτζής θυμόταν έντονα τους ξυλοδαρμούς του πατέρα του από την Αστυνομία όταν ήταν παιδί. Λεγόταν καπετάν Κεραυνός και έδρασε με το ΕΑΜ στην περιοχή του Ολύμπου. Έτσι, πέρασε όσα περνούσαν οι αριστεροί από την Ασφάλεια εκείνη την εποχή.
Οι μνήμες του Νίκου, του έκαιγαν την ψυχή και τον γέμιζαν ένα άσβεστο μίσος για την Αστυνομία. Δεν το αρνήθηκε ποτέ. Η πρόκληση και έλλειψη σεβασμού εκ μέρους αστυνομικών προς την παρέα του ήταν η θρυαλλίδα που όπλισε το χέρι του εκείνο το βράδυ στη Νεράιδα».
«Τώρα σκοτώνουμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν οι αστυνομικοί»
Το μίσος του Νίκου Κοεμτζή για την Αστυνομία έγινε ακόμη πιο έντονο όταν οι Αρχές ξεκίνησαν να κυνηγούν τον ίδιο, λόγω του αριστερού παρελθόντος των γονιών του.
Όταν τον ρώτησαν γιατί είχε τόσο μένος εναντίον των αστυνομικών, ο ίδιος είπε: «Γιατί κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο, πετούσανε νερό μέσα και με είχανε τρεις-τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Τώρα σκοτώνουμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν».
Χάρη στην κατάργηση της θανατικής ποινής αλλά και την υποδειγματική συμπεριφορά του, ο Νίκος εξέτισε 23 χρόνια στην φυλακή, πριν αφεθεί οριστικά ελεύθερος.
Η υποδειγματική συμπεριφορά του Κοεμτζή οφειλόταν στο ότι «μεταμέλησε πραγματικά για το φοβερό έγκλημά του», λέει ο κ. Λιάνης.
Σπάνια μιλούσε για εκείνο το βράδυ.
Αποφυλακίστηκε στις 31 Μαρτίου του 1996 κι επιβίωνε πουλώντας το βιβλίο του έξω απ’ τα δικαστήρια της Ευελπίδων και το Μοναστηράκι, υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα.
Ζούσε σ’ ένα μικρό σπίτι στο Παγκράτι, ίσα-ίσα ένα δωμάτιο και ένα κουζινάκι, τρώγοντας χόρτα και λαχανικά που μπορούσε να βρει φτηνά στη λαϊκή.
Φυσικά το να βρει δουλειά με το βάρος και την ιστορία που έφερε το όνομά του ήταν κάτι αδύνατον. Αργότερα, κι έπειτα από πολύ προσπάθεια, ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε την άδεια του μικροπωλητή και πουλούσε το βιβλίο του έξω από την Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι.
Ο Νίκος Κοεμτζής έφυγε από τη ζωή μια μέρα του Σεπτέμβρη το 2011. Πέθανε πάνω στον πάγκο με τα βιβλία του στο Μοναστηράκι από ανακοπή.
Πέθανε αγκαλιά με την ιστορία του.
Αγκαλιά με εκείνη την ιστορία που του καθόρισε όλη τη ζωή και την ύπαρξη.
Το 1980 ο Παύλος Τάσιος έκανε την ιστορία του ταινία με τίτλο “Η παραγγελιά” που πρωταγωνιστούν στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή ο Αντώνης Αντωνίου , στον ρόλο του Δημοσθένη Κοεμτζή ο Αντώνης Καφετζόπουλος και στην αφήγηση η μοναδική Κατερίνα Γώγου.