Το
ξυπνητήρι του κινητού σου χτυπάει άλλη μια φορά. Η ώρα λέει 5:30. Με χίλια ζόρια
σηκώνεσαι και κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρο. Το σκοτάδι ήταν πιο μαύρο και από
τη black forest που είχες τσακίσει το προηγούμενο
βράδυ.
Για μια στιγμή
σκέφτηκες άλλη μια φορά ν’ ακολουθήσεις τη μόνη λογική επιλογή: να ξαναγυρίσεις
στο κρεβάτι σου. Αντ’ αυτού, ντύθηκες με χίλια ζόρια καθώς έψαχνες για τα ρούχα
σου, πάντα στα σκοτάδια, για να μην ξυπνήσεις την κοπέλα σου.
Η γκρίνια
αν την ξυπνούσες τέτοια ώρα, θα ήταν χειρότερη από τις μελανιές που θα
αποκτούσες χτυπώντας στους τοίχους ψάχνοντας για το παντελόνι σου.
Στο μυαλό
σου στριφογύριζε συνέχεια η φριχτή αλήθεια: για όλη την εβδομάδα δε θα είχες
αμάξι, γιατί ήταν στο συνεργείο. Που σήμαινε απίστευτη ταλαιπωρία με τα
μέσα μαζικής μεταφοράς.
Βγαίνεις
έξω και ξεκινάς το περπάτημα, περίπου μισό χιλιόμετρο μέχρι τον σταθμό του
μετρό. Όταν τελικά φτάνεις εκεί, είσαι σαν να έχεις παίξει δύο ώρες μπάσκετ
γιατί ενώ μοιάζεις με αρκούδα από αυτά που έχεις φορέσει για να παλέψεις με το
πολικό ψύχος, έχεις ζεσταθεί πλέον από το περπάτημα.
Όταν
ανοίγουν οι πόρτες του τρένου, γι άλλη μια φορά αντιμετωπίζεις την παιδεία των
συνανθρώπων σου: να τρέχουν πανικόβλητοι να μπουν μέσα, πριν προλάβουν
φυσικά να βγουν πρώτα έξω οι επιβαίνοντες.
Μετά από
περίπου 17 στάσεις, αφού πρώτα έκανες μάχη επιπέδου Mortal Kombat μ’ έναν βλάκα που έκανε pole dancing στο στύλο που προσπαθούσες να
κρατηθείς, φτάνεις στη στάση του λεωφορείου.
Εκεί, βλέπεις
μια ορδή ανθρώπων να περιμένουν το λεωφορείο σαν λιοντάρια στη ζούγκλα που
περιμένουν τη λεία τους. Στον ηλεκτρονικό πίνακα έδειχνε 4′ για να περάσει το
επόμενο λεωφορείο. Ήξερες ότι λειτουργεί με ακρίβεια, άρα το πολύ στα επόμενα
34′ το λεωφορείο θα είχε περάσει.
Σίγουρα
υπάρχουν σημαντικότερα προβλήματα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάποιος
που μένει 20 χιλιόμετρα απόσταση από εκεί που εργάζεται, όπως η υγεία για
παράδειγμα. Εννοείται πως η υγεία είναι πάνω απ’ όλα, αλλά να μοιάζει η καθημερινή
σου ρουτίνα με το ταξίδι του Φρόντο στη Μέση Γη προς τη Μόρντορ σίγουρα δεν
είναι και το πιο ευχάριστο συναίσθημα.
Ειδικά αν έχεις μπροστά σου στη συνέχεια
αρκετές ώρες μείωσης της προσωπικότητάς σου καθώς και την ευκαιρία να σου
υπενθυμίζουν συνεχώς κατώτεροι σου άνθρωποι πως έχουν εξουσία πάνω σου με κάθε
τρόπο.
Όταν, λοιπόν, έχεις μπροστά σου μια τέτοια μέρα, το να ξεκινά με κινήσεις νίντζα από
γριές που αφρίζουν σαν λυσσασμένα σκυλιά προκειμένου να σου πάρουν τη θέση, δεν
είναι και ό,τι καλύτερο.
Μέσα στο
λεωφορείο πάντως, είχες τη δυνατότητα να έρθεις πιο κοντά με τον συνάνθρωπό
σου. Κυριολεκτικά πιο κοντά. Στην πραγματικότητα, ήσουν τόσο κοντά με τον
μπάρμπα που είχε αγκαλιάσει τη χειρολαβή και τρία καθίσματα με τα δύο του
χέρια, που μπορούσες να μετρήσεις τους πόρους του δέρματος του έναν προς έναν.
Η
βάρδια σου ξεκινούσε στις 9:00. Η ώρα που κατεβαίνεις από το λεωφορείο και μπαίνεις
στο κτίριο είναι 9:40. Τι πιο ωραίο, λοιπόν, από την επίσης ευχάριστη αίσθηση
του να ξέρεις πως πέρα από την υπερωρία που…προαιρετικά θα στην επιβάλλουν γι
άλλη μια φορά, θα πρέπει ν’ αναπληρώσεις και τα 40′ επιπλέον παραγωγικού χρόνου
για τα οποία δε φταις.
Όταν
πλέον θα έχεις πάλι το αυτοκίνητο σου, θα θυμάσαι, φυσικά με νοσταλγία, τις
ευκαιρίες σύσφιξης κοινωνικών σχέσεων (αγκαλιές με τους γέρους και τις γριές
μέσα στο λεωφορείο), την ευκαιρία να βοηθήσεις μια συνάνθρωπο σου (αυτή που το
έπαιζε ότι είναι έγκυος για να καθίσει στη θέση σου για να πάει μια στάση ενώ εσύ
είχες να διασχίσεις έναν νομό σχεδόν). Για να μην παραλείψουμε φυσικά τις
άπειρες ευκαιρίες να εξασκηθείς στις πολεμικές τέχνες (προσπάθεια ανάκτησης ισορροπίας
όταν ο οδηγός πατάει γκάζι στο λεωφορείο σαν τον Keanu Reeves στο Speed 1).
Η ώρα
είναι 19:45. Έχεις τελειώσει τη βάρδια και η κούραση που νιώθεις είναι σαν να
είχες τον Τσίπρα επί 10 ώρες να σου μιλάει αγγλικά.
Σέρνεσαι
προς τη στάση.
25′ για
το επόμενο λεωφορείο.
Ξαναμπαίνεις
στο γραφείο σου. Ξαπλώνεις
στην καρέκλα. Βάζεις να
παίζει στο κινητό το «sweet home alabama».
Κοιμάσαι
μέχρι την επόμενη μέρα που θα ξανά πιάσεις δουλειά.