1995.
Μαγική χρόνια. Η χρονιά που πας ακόμα 5η δημοτικού, βλέπεις τους μεγάλους και
λες «τι σκατά, αυτοί πώς ήταν όταν τα περνούσαν αυτά; Πως επιβίωσαν και τώρα
είναι μεγάλοι;»
Περνάς
έξω απ’ το σχολείο σου. Βλέπεις την πρώτη συμμαθήτριά σου. Βασικά δεν την
βλέπεις ακριβώς. Είναι κρυμμένη πίσω
από ένα στήθος, που θα ζήλευε κι η αγελάδα στο χωριό, ενώ φορά μαύρα ρούχα που
θυμίζουν διασταύρωση παπά της ενορίας με Darth Vader. Η «smokey eyes» βαφή στα
μάτια της είναι τόσο πίσσα, που θα μπορούσε να ασφαλτοστρώσει άνετα την Πατρών
– Κορίνθου.
Το στήθος
κραυγάζει απεγνωσμένα μέσα απ’ τον κορσέ, σαν επιβάτης του Τιτανικού που
προσπαθεί να σωθεί απ’ το παγόβουνο, μ’ έναν τεράστιο σταυρό φυσικά
ανάμεσα.
Την
προσπερνάς.
Έξω απ’
την καγκελόπορτα, περιμένει ο αναβολιασμένος δίμετρος bully του σχολείου. Το
flight μπουφάν γυρισμένο ανάποδα, επειδή είναι αλάνι, εικοσιεφτά
κονκάρδες στο κάθε μπράτσο, πέντε ευρώ βενζίνη στο μηχανάκι το παρκαρισμένο δύο
μέτρα έξω απ’ την πόρτα κι ύφος βάζελου που πήρε το πρωτάθλημα μετά από
εικοσιτρία χρόνια.
Έξω απ’
την αίθουσα είναι το φυτό της τάξης. Βασικά δεν το είδες. Μύρισες το
otrivin από ένα χιλιόμετρο μακριά. Είδες μετά τα τεράστια γυαλιά, τη
χωρίστρα στο μέγεθος του Grand Canyon και τα τέσσερα βιβλία το ένα πάνω στ’
άλλο για να έχει κάτι να διαβάσει στα 3′ που απομένουν για να μπει μέσα στην
τάξη.
Η
προσωπικότητα του καθενός είναι εμφανής στον τρόπο που ντύνεται, περπατά,
εκφράζεται. Στο σχολείο, οι περισσότεροι έχουν προσωπικότητα λιγότερη κι απ’
την τσάντα τους.
Η πρώτη
μορφή κοινωνίας, η πρώτη προσπάθεια να ενταχθείς κάπου εκτός του σπιτιού σου,
σε οδηγεί πολλές φορές στο να είσαι μέλος μιας παρέας με τα άτομα της
οποίας δεν έχεις κανένα κοινό.
Σίγουρα
το να φοράς μπλούζα Iced Earth, ενώ στην πραγματικότητα ακούς Spice Girls
(μιλάμε για το 1995…) απλά για να είσαι στην cool παρέα του σχολείου, δε σου
προσφέρει τίποτα.
Μέσα στην
τάξη, οι φράσεις στον πίνακα με το χιούμορ του δωδεκάχρονου σβήνονται πριν μπει
ο καθηγητής κι αρχίζει να μοιράζει αποβολές. Πάλι πρέπει να έχεις από κοντά το
φυτό της τάξης, η οποία (ναι σχεδόν πάντα είναι γυναίκα) για την ελάχιστη
προσοχή που θα της δείξεις – αν της πεις απλά «καλημέρα», έχει σβήσει όλες τις
αποβολές απ’ το απουσιολόγιο για τις επόμενες δέκα ημέρες.
Πίσω σου
κάθεται το φάντασμα. Είναι αυτός που δε θυμάσαι απ’ το σχολείο, δεν τον είχες δει
ποτέ, δεν ήξερες καν πώς είναι, απλά ήξερες ότι είναι εκεί.
Η πιο
creepy παρουσία στην τάξη. Ήταν
αυτός που όλοι τον κορόιδευαν (ακόμα κι εσύ είχες μπει στον πειρασμό να του
πετάξεις την τσάντα απ’ το παράθυρο 2-3 φορές αφού το είχαν κάνει όλοι οι άλλοι), κι
αυτός που στο τέλος της σχολικής χρονιάς θα επιστρέψει στο σχολείο με
Καλάζνικοφ και δε θ’ αφήσει ούτε αμοιβάδα ζωντανή.
Βγαίνοντας
απ’ την τάξη και το σχολείο στο τέλος, κι αφού έχεις επιβιώσει άλλη μία
καταραμένη μέρα, μπαίνεις στο τρένο να επιστρέψεις σπίτι σου. Εκεί, θα δεις τον τύπο που κάθε μήνα σου
λέει ότι έχει έξι μήνες που βγήκε απ’ την φυλακή, και την ευγενικότατη γιαγιά
που σε καρφώνει με την ομπρέλα της, ενώ
προσπαθείς να βγεις στην αποβάθρα, για να μπει φυσικά αυτή πρώτη.
Η
εμπειρία του σχολείου είναι διδακτική, αλλά όχι όσον αφορά στα μαθήματα. Σε
προετοιμάζει ν’ αντιμετωπίσεις
μια κοινωνία τεράτων, γιατί είναι η ίδια μια μικρογραφία της κοινωνίας και μια
συνοπτική των δυσκολιών που θ’
αντιμετωπίσεις όταν θα είσαι έξω.
Όλοι
είχαν εμπειρίες στο σχολείο, καλές ή κακές.
Τίποτα δε
συγκρίνεται όμως με το ν’ ακούσεις «πρώτη ώρα κενό, δεν ήρθε ο καθηγητής» ή
«σήμερα στο κυλικείο έφεραν έξτρα πίτσες».
Στο σπίτι
ο συμμαθητής σου που δε σου μιλούσε ποτέ, σε παίρνει τηλέφωνο.
«Βάλε
Mega, έχει το Χτυποκάρδια στο Μπέβερλυ Χιλς».
Κι εκεί
που σκέφτεσαι «αύριο θα περάσω τα ίδια, ενώ θα φάω το βράδυ μου να βλέπω
βλακείες», η αλήθεια σου σκάει στα μούτρα.
Ναι,
υπάρχει πάντα χειρότερο.
Η μάνα σου έχει φτιάξει φακές…