Η αληθινή ιστορία της Βασιλείας
Με τη λήξη του εμφυλίου, στην πόλη του Άργους, είχε εκκολαφθεί μια νέα αστική τάξη που απαρτίζονταν από τους γνωστούς δωσίλογους, μαυραγορίτες και συνεργάτες των ναζί και μερικούς Αρκάδες τοκογλύφους που λεηλατούσαν τα κονδύλια της οικονομικής βοήθειας Μάρσαλ, που προορίζονταν κυρίως για τον πρωτογενή τομέα, αγρότες, κτηνοτρόφους, αγελαδοτρόφους κλπ.. Κοινό τους γνώρισμα όλων αυτών το βασιλικό τους φρόνημα.
Οι περισσότεροι από δαύτους ήταν άξεστοι, αγενείς, ξενοφοβικοί και ρατσιστές από τη μια, αλλά και δήθεν θεοσεβούμενοι ηθικοί, καθωσπρέπει οικογενειάρχες, άοκνοι υπερασπιστές της ηθικής και της ευπρέπειας της πόλης.
Ήταν άνθρωποι άκρως συντηρητικοί και μιλούσαν απαξιωτικά κι υποτιμητικά, ειδικά για τις γυναίκες πρόσφυγες της Νέας Κίου και του συνοικισμού, γιατί έφεραν μια ξένη προς αυτούς φιλελεύθερη κουλτούρα που δεν ταυτιζόταν με τα χρηστά ήθη της δικής τους υποκρισίας.
Κατά βάθος, τις ποθούσαν ερωτικά γιατί ήταν καθαρές, περιποιημένες κι είχαν έναν ευρωπαϊκό αέρα μαζί μ’ ανατολίτικη ομορφιά, αλλά ποτέ δεν τολμούσαν να το ομολογήσουν. Παστρικές τις αποκαλούσαν υποτιμητικά…
Συνοδοιπόροι τους, μια μικρή πρωτοεμφανιζόμενη, ομάδα πορτοκαλοπαραγωγών από δύο-τρία χωριά του κάμπου. Το πορτοκάλι ήταν δυσεύρετο, είχε μεγάλη εμπορική δυναμική κι οι συγκεκριμένοι παραγωγοί νόμιζαν ότι είχαν πιάσει τον παπά από τα αρχίδια.
Αγράμματοι, νεόπλουτοι για τα δεδομένα της εποχής, πήγαιναν κάθε πρωί με τα κάρα στην Γούβα για να διαλέξουν εμπόρευμα.
Κάθε πρωί, όλη η φτώχεια, η δυστυχία, η πείνα κι η ανάγκη για βιοπορισμό μαζεμένη στην Γούβα. Ήταν, κατά πλειοψηφία, γυναίκες απ’ τα γύρω ορεινά χωριά που ξεκινούσαν δύο και τρεις ώρες πριν ξημερώσει, ελπίζοντας να βρουν ένα μεροκάματο να φάνε κρυφά ένα πορτοκάλι και να ξεγελάσουν την πείνα και την ατέλειωτη φτώχεια.
«Εσύ κι εσύ», έδειχναν με το δάκτυλο ν’ ανέβουν στο κάρο για το πορτοκαλομεροκάματο του τρόμου.
Συνήθως διάλεγαν νέες κι όμορφες γιατί, εκτός της δουλειάς, ήθελαν να βγάλουν και τα σεξουαλικά απωθημένα τους. Η ανάγκη για βιοπορισμό κι η εξαθλίωση ανάγκαζε αρκετά κορίτσια ν’ υποκύπτουν και σ’ αυτό το μαρτύριο.
Ένα πρωινό, ο μικρός Βασίλης, ένας μικροκαμωμένος, αδύνατος και θηλυπρεπής έφηβος, αφού περιπλανήθηκε άσκοπα δύο μερόνυχτα στις ρούγες της πόλης, βρέθηκε φοβισμένος και νηστικός πάνω σ’ ένα κάρο για το μεροκάματο του τρόμου.
Τον είχε διώξει απ’ το σπίτι ο πατέρας του, ένας γνωστός αστός της πόλης, επειδή έτυχε να γεννηθεί και να υπάρχει σε λάθος σώμα και φυσικά δε συμφωνούσε με τις ερωτικές επιλογές του.
Ο Βασίλης ήταν ερωτευμένος μ’ ένα συνομήλικο γειτονάκι του κι είχε αρχίσει τα πρώτα ερωτικά του παιχνίδια. Η φύση του τον πρόσταζε κι η υποτυπώδης άμυνά του είχε ισοπεδωθεί.
Το κάρο με τον μικρό Βασίλη κατευθυνόταν προς τη Δαλαμανάρα, που θα ήτανε και ο τόπος κατοικίας του για τους επόμενους τρεις μήνες! Έμενε σ’ έναν αχυρώνα του αγρότη-αφεντικού κι έμελλε να είναι ο τόπος μαρτύριο αλλά και ψυχοσωματικού εξαναγκασμού. Ένας ατελείωτος Γολγοθάς για τον μικρό Βασίλη.
Από τη μία οι καθημερινοί βιασμοί τον έκαναν να σιχαίνεται, να μισεί και ν’ αηδιάζει τον εαυτό του, αλλά βαθιά μέσα του εύρισκε μια ψυχική ισορροπία που τον οδηγούσε, έστω και μ’ αυτό τον φρικτό τρόπο, στη φυλετική του μετάβαση.
Τον Βασίλη ή Βασιλεία, όπως επιθυμούσε να τον αποκαλούν, τον γνώρισα από κοντά, παιδάκι, ένα πρωινό που πήγα να πω τα κάλαντα σ’ μεγάλο εμπορικό κατάστημα της πόλης.
Μιλούσε με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος δίνοντας συνωμοτικά βραδινό, ερωτικό ραντεβού. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τρανς γυναίκα κι η παιδική μου περιέργεια τον ακτινογράφησε από την κορυφή ως τα νύχια.
Φορούσε τιρκουάζ γόβες, κίτρινο, κολλητό παντελόνι, ροζ πουκαμίσα κι ένα πολύχρωμο φουλάρι στον λαιμό. Τα νύχια του ήταν βαμμένα έντονα βυσσινί, τα μαλλιά κοντά αγορίστικα. Μακριές, μάλλον ψεύτικες, βλεφαρίδες, λεπτός, μικροκαμωμένος αλλά στιλάτος. Είχε γλωσσική ευφράδεια και μια απίστευτη αστική ευγένεια.
Η Βασιλεία, η πρώτη τρανς γυναίκα του Άργους, μια ξεχωριστή, πολύχρωμη φιγούρα της πόλης, τα επόμενα χρόνια βίωσε όλον το ρατσισμό, την ομοφοβία, την τρανσοφοβία, την υποτίμηση και τον εξευτελισμό από όλους τους δήθεν ηθικολόγους, νοικοκυραίους μεγαλοαστούς της πόλης, ασχέτως αν πολλοί από δαύτους έβγαζαν τα βράδια τα σεξουαλικά απωθημένα τους πάνω στο λεπτοκαμωμένο κορμί της Βασιλείας και την ημέρα άλλαζαν πεζοδρόμιο. για να μη συναντηθούν κατά πρόσωπο μαζί της.
Το σπίτι της, κάπου στη Φορονέως, με την ταμπέλα «ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ ΧΟΡΟΥ» που είχε φιλοξενήσει εκατοντάδες ηθικολόγους συμπολίτες μας είναι μισογκρεμισμένο κι έρημο.
Η ίδια πέθανε πριν μερικά χρόνια μόνη και ξεχασμένη στο γηροκομείο της πόλης.
Γράφει ο Κώστας Φλώρος