Ανακατεύεις τον καφέ σου αμίλητη εδώ και δύο λεπτά. Αμήχανο, αν σκεφτείς πως πίνεις εσπρέσο σκέτο.
Σφίγγεις τα χείλη σου με κόπο και κρατάς το βλέμμα χαμηλά, επικεντρωμένη στο φλιτζάνι. Οι βλεφαρίδες σου νωπές, γραπώνουν στις άκρες τους τις σκέψεις σου να μην ξεγλιστρήσουν.
Σε παρατηρώ… Σαν να μεγάλωσες απότομα.
Σε θυμάμαι γελαστή και ξέγνοιαστη. Τώρα ανάμεσα στα φρύδια σου στερεώνεται το βάρος του κόσμου σε μια παράταιρη χαρακιά του χρόνου.
Παρόν και παρελθόν στο ίδιο τραπέζι. Μήπως, όμως, παρελθόν δεν είμαστε κι οι δυο μας στην έννοια του χρόνου πλέον;
Ο ήχος του ρολογιού σου μπαλώνει τη σιωπή και συγχρονίζει τους χτύπους της καρδιάς μας σ’ έναν ρυθμό.
Αν μου έλεγε κάποιος παλιότερα πως θα ερχόταν η μέρα που θα μοιραζόμασταν καφέ και χρόνο, θα τον έλεγα τρελό και κατά πάσα πιθανότητα θα τον έβριζα θιγμένη.
Αγαπάμε τις απόλυτες λέξεις… ποτέ, πάντα, καθόλου, οπωσδήποτε. Μας δημιουργούν ένα είδος οριοθέτησης και συμμετρίας. Στερεώνουν στον τοίχο τα κουτάκια μας και δίνουν την ψευδαίσθηση πως έχουμε τον έλεγχο.
Η αλαζονεία μας πληρώνεται στα ίσα από τη μοίρα. Μας γυρνάει τούμπα, μας ξεβρακώνει και μας πετάει σε μια γωνία να κλαίμε γυμνοί, αξιοθρήνητοι και παγωμένοι, χωρίς να έχουμε ιδέα από πού μας ήρθε.
Η ζωή με την πάρτη μας σπάει πλάκα, γιατί γινόμαστε αστείοι στην ασημαντότητά μας.
Σ’ έχω απέναντί μου, εσένα που μπήκες στον κόσμο μου και τον σμπαράλιασες χωρίς σκέψη. Εσένα που άνοιξες το παράθυρο και με σκόρπισες.
Είχα θυμώσει μαζί σου τον πρώτο καιρό, δε θα σου πω ψέματα. Ίσως, γιατί ήρθες και μπήκες στη ζωή του τόσο ελπιδοφόρα, σε μια φάση που εγώ πάλευα να βρω τον εαυτό μου και να τον σηκώσω.
Όταν ο καρκίνος τού χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα, ήμουν μόλις 25 χρονών. Ένα παιδί ακόμα, ονειροπαρμένο, που μέσα στα χρόνια της αθωότητας έβλεπα την νιότη άτρωτη και γέμιζα τον χρόνο μου με ηλίθια ερωτήματα χωρίς να το πολυσκέφτομαι.
Στο πρώτο άκουσμα της διάγνωσης, τον θυμάμαι να κάθεται ήρεμος στη θέση του, ενώ εγώ έτρεχα έξω ν’ αδειάσω το στομάχι μου στον δρόμο. Εκείνο το βράδυ, έβγαλα τη μία και μοναδική κραυγή απόγνωσης για τους επόμενους μήνες που θα ακολουθούσαν.
Από κορίτσι, έγινα γυναίκα σ’ ένα βράδυ, από εκείνες που σφίγγουν γερά τα δόντια, αλλά δεν ξεχνούν να χαμογελούν αισιόδοξα. Χαμογελούσα για εκείνον κι ας είχα μέσα μου μια τρύπα που έχασκε ολάνοιχτη και με κατάπινε.
Αν θες φύγε, δεν είσαι αναγκασμένη να μείνεις, μου είπε εκείνο το βράδυ όταν γυρίσαμε πίσω. Λες και δεν ήξερε πως δεν υπήρχε αυτή η επιλογή.
Μπορεί να πεθάνω, το ξέρεις; Θα το παλέψω αλλά υπάρχει κι αυτό το σενάριο, μουρμούρισε καθώς είχε ξαπλώσει στα πόδια μου και του χάιδευα τα μαλλιά.
Είχε πάντα έναν τρόπο να με τσαντίζει.
«Λοιπόν για να τελειώνουμε. Όσο είμαι εδώ, δε σου επιτρέπω να πεθάνεις, το κατάλαβες;Μαζί θα το ξεπεράσουμε και μετά θα έχουμε μια φοβερή ιστορία να λέμε. Αν πέσεις, πέφτω, το θυμάσαι;»
-Θα με αγαπάς ακόμα κι αν έχω μια τρυπανιά στο κεφάλι μου;
-Θα σε αγαπάω όπως και να ‘χει. Εξάλλου, τόσο κεφάλας που είσαι, λες μια τρυπανιά να σ’ αλλάξει;
Μας άλλαξε όμως.
Το κακό με τον καρκίνο δεν είναι μόνο ότι σου τρώει μέρος του σώματός σου. Εξαπλώνεται κι έξω από αυτό. Επηρεάζει την αυτοεκτίμησή σου, την αξιοπρέπεια, την ανεξαρτησία, την ψυχολογία, τις σκέψεις και τις σχέσεις σου.
Τ’ αχαρτογράφητα ύδατα που μπαίναμε, θα μασουλούσαν κι ένα μεγάλο μέρος από εμάς τους ίδιους.
Χειρουργεία, βιοψίες κι έπειτα ακτινοβολίες. Τον θυμάμαι μέχρι τις δέκα πρώτες να μπαίνει και να φεύγει άνετος, λες και πέρασε να πιει ένα ποτό στα όρθια.
Ύστερα… Άρχισε να πέφτει.
Εκείνο το βουνό που με έπαιρνε στα χέρια του και με σήκωνε στον αέρα γελώντας, είχε γίνει ένα μωρό που μάθαινε να κάνει τα πρώτα του βήματα.
Τον κρατούσα και τον στερέωνα με το σώμα μου για να κάνουμε λίγα βήματα από την αίθουσα αναμονής ως το αυτοκίνητο. Η περηφάνια του τον έκανε να ντρέπεται, να έχει νεύρα, να βρίζει κι έπειτα να βάζει τα κλάματα για τον σκληρό τρόπο που αντιδρούσε.
Στην πρώτη καθαρή μαγνητική κοιταχτήκαμε με ανακούφιση, αλλά ταυτόχρονα σαν δύο ξένοι που αντίκριζαν ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά. Είχαμε κουραστεί και κανείς δεν τολμούσε να το ξεστομίσει. Κάναμε προσπάθειες, το παλέψαμε να το πιάσουμε από εκεί που το είχαμε αφήσει.
Σκληρύναμε τόσο πολύ για ν’ αντέξουμε, που γίναμε πέτρινοι και μεταξύ μας. Ο ένας τσακωμός έφερνε τον άλλον για την πιο ανόητη αφορμή.
Κάπου στο ενδιάμεσο εμφανίστηκες εσύ. Η καρδιά σου ώριμο τριαντάφυλλο, γεμάτο μεθυστικά αρώματα που έλαμπε στο φως.
Σ’ ερωτεύτηκε γιατί ήσουν η ζωή η ίδια. Και πώς αλλιώς; Η παρόρμηση του έρωτα είναι η μεγαλύτερη επαναστατική πράξη απέναντι στον θάνατο. Έκανε λάθη, βρήκε δικαιολογίες, σκάρωσε ψέματα, ίσως γιατί κάπου αισθανόταν ενοχικά για όσα ένιωθε. Κι ας το έπαιζε άνετος και συνειδητοποιημένος.
Ξέρεις, όμως; Τον αγάπησα τόσο πολύ, που η επιλογή να τον μισήσω ήταν αδύνατη.
Την τελευταία μέρα πριν φύγω, πέρασα να τον χαιρετήσω από το απέναντι πεζοδρόμιο. Τον είδα να είναι χαμένος στα μάτια σου, να γελάει και να κρατά το χέρι σου. Του έστειλα ένα φιλί, σας ευχήθηκα καλή ζωή, μπήκα στο ταξί κι έκλεισα την πόρτα σ’ όσα άφηνα πίσω μου.
Τον έφερνα πολλές φορές στο μυαλό μου, μα έδιωχνα γρήγορα την σκέψη του, όταν ξεκινούσε να με τσιμπάει ενοχλητικά το μέσα μου.
Είναι ευτυχισμένος, μου ψιθύριζα κι εδώ που τα λέμε δεν έπεσα κι έξω.
Έζησε όμορφα μαζί σου, του κόλλησες τα σκόρπια του και σ΄αγάπησε βαθιά μ’ έναν τρόπο που μάθαινε για πρώτη φορά. Ανάμεσα σ’ όλα διάλεγε εσένα ξανά και ξανά.
Δίπλα σου έγινε ολόκληρος κι αυτό αρκούσε για να μη μου προκαλεί πόνο.
Όταν αγαπάς κάποιον ποτέ δεν εύχεσαι κακό, δε ζητάς εκδίκηση. Ποτέ δε ζηλεύεις την ευτυχία του, ποτέ δε βάζεις τον εαυτό σου σε σύγκριση, λέγοντας γιατί όχι εμένα; Αγκαλιάζεις τρυφερά τις αναμνήσεις που έχεις από εκείνον και τον αφήνεις ελεύθερο, όταν φτάσεις στο στάδιο της αποδοχής μιας κατάστασης.
Τον φρόντισες με τον καλύτερο τρόπο. Τον στήριξες σαν λέαινα, όταν η κωλοαρρώστια εμφανίστηκε έξι χρόνια μετά. Τον λάτρεψες μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο, όταν πια το σώμα του δεν άντεξε κι επέλεξε να ξεκουραστεί.
Κι αν ξεγέλασε τον χρόνο και τράβηξε τα σχοινιά του, ήταν για να ζήσει λίγο ακόμα μαζί σου.
Για να κρατήσει λίγο ακόμα τα χέρια σου.
Για να φιλήσει άλλη μια φορά τα χείλη σου.
Για να σου πει άλλη μια φορά «σ’ αγαπώ», ώστε να μην το ξεχάσεις. Αν πήγε κόντρα στα ίδια του τα περιθώρια και τις προβλέψεις ήταν για να παλέψει λίγο ακόμα για σένα και την ελπίδα σου.
Σήκωσε τα μάτια σου και κοίταξε με!
Σ’ έχω συγχωρέσει, μ’ ακούς; Σε συγχώρεσα από την πρώτη στιγμή που γύρισες πίσω το γέλιο του.
Μην κλαις, δε θα ήθελε κι ίδιος να σε βλέπει να πονάς.
Έλα να μου διηγηθείς τις αστείες σας στιγμές και να γελάσεις. Να φέρεις στο μυαλό σου όμορφες στιγμές και να δακρύσεις από ευτυχία. Κι ύστερα… δώσε μου τα χέρια σου να τα φιλήσω και να σου πω ευχαριστώ για όσα έκανες.
Γιατί η αγάπη σου κέρδισε τον σεβασμό μου.