Έρχεται μία ωραία πρωία και συνειδητοποιείς πως η ζωή σου έχει αλλάξει. Δεν
μπορείς, αρχικά, να το καθορίσεις. Δεν είναι ξεκάθαρο μέσα σου τι πάει στραβά.
Δεν είσαι όμως πια ένας ανέμελος φοιτητής. Ή καλύτερα το «φοιτητιλίκι» άλλαξε απότομα. Σχεδόν διεκόπη.
Ήδη ανησυχείς πώς θα πληρώσεις το νοίκι, τι προέχει να ψωνίσεις στο supermarket. Το χαρτζιλίκι μειώνεται. Ο κόμπος, όμως, δένει πιο πολύ θηλιά στο λαιμό σου. Ο
καιρός περνάει, βλέπεις τους γύρω σου να ζορίζονται –άλλοι πιο λίγο, άλλοι πιο πολύ.
Συνειδητοποιείς πως μέσα σε λίγα χρόνια δεν έχεις καμία σχέση με τον άνθρωπο
που έφευγε ανέμελα να σπουδάσει στην πολυπόθητη μεγαλούπολη. Έχεις επωμιστεί
ευθύνες, υποχρεώσεις και το χαρτζιλίκι… κόβεται τελείως. Εκεί καταλαβαίνεις πως,
πέρα απʼ την τρομολαγνεία που σπέρνουν τα ΜΜΕ, το σκηνικό έχει αλλάξει
ολοκληρωτικά.
Η ανάγκη να βρεθεί μία βιώσιμη λύση εξελίσσεται σε κάτι παραπάνω απʼ το
αρχικό «μάζεμα» σε ψώνια και λογαριασμούς, καθώς το να έρθει η βοήθεια, καθίσταται αδύνατο, ακόμη κι αν η
ίδια το θέλει. Τα πράγματα παγώνουν κι αρχίζεις νʼ αναρωτιέσαι αν αυτό
είναι ένα κακόγουστο αστείο που θα τελειώσει ή αν υπάρχει ελπίδα.
Συγκρίνεσαι μʼ άλλες μεσογειακές χώρες που έχουν, ήδη, μπει στο «ευρωπαϊκό
παιχνίδι» και συνειδητοποιείς πως φτάνεις στο χείλος του γκρεμού. Ο καιρός
περνάει κι εσύ πληγώνεσαι που σου τσαλαπατάνε την αξιοπρέπεια, τα ταλέντα και
τα όνειρά σου. Έρχεται η μέρα που με πόνο ψυχής φωνάζεις «ΦΕΥΓΩ».
Κανείς δε σου είχε πει τι σε περίμενε, όταν αποφάσισες νʼ αφήσεις την πατρίδα σου που αιμορραγεί για νʼ
αναζητήσεις την ποδοπατημένη σου αξιοπρέπεια σʼ άλλες χώρες που ευημερούν ή, τουλάχιστον,
δεν υποφέρουν.
Έπειτα από μήνες αναζήτησης, αγωνίας κι απρόβλεπτων παραγόντων που, φυσικά,
δεν υπολόγισες, βρίσκεις την πολυπόθητη δουλειά. Έπεσες έξω. Ήταν μόνο η αρχή.
Κάλυψες, μετά βασάνων, το κομμάτι της επιβίωσης. Και τώρα τι;
Τώρα ποιος θα σου κάνει παρέα στο ρεπό σου; Τώρα πώς να καλύψει το Skype τα μίλια που σε χωρίζουν με την αδερφή σου που μεγαλώνετε χώρια;
Ποιος θα σου φτιάξει έναν καφέ το πρωί και θα σου χαμογελάσει μία καλημέρα; Είναι κακό που σου λείπει ένα καλομαγειρεμένο φαγητό ή είσαι αχάριστη που σου λείπει το κους–κους με τις κολλητές σου;
Μα που πήγαν οι άνθρωποί σου; Γιατί νιώθεις τόσο μόνος; Καλά δεν είσαι εδώ; Τα κατάφερες εξάλλου. Το ʼπες και το ʼκανες. Έφυγες! Δε γύρισες πίσω από φόβο.
Πολλοί συνομήλικοί σου επιλέγουν να συμβιβαστούν σʼ αυτό το ελάχιστο που
τους παρέχεται γιατί δειλιάζουν να φύγουν.
Έφυγες υπό τις χειρότερες συνθήκες: οικογενειακές αλλαγές που
δεν είχες ακόμα χωνέψει, βρέθηκες στο μάτι του κυκλώνα μόνος και τα κατάφερες.
Τι έχεις πάλι, τι σου φταίει;
Συνοψίζοντας, κανείς δε θα καταλάβει τι πόνο ψυχής και πόσο κουράγιο
απαιτεί μια τέτοια απόφαση. Ούτε πόσες φορές θα πνίγεσαι στη μοναξιά σου
αναρωτώμενος γιατί σου στερήθηκε το πιο απλό πράγμα: να ζεις ελεύθερος και να χαμογελάς ζώντας στη χώρα που γεννήθηκες.
Ένα είναι σίγουρο: Η ζωή είναι ένα μεγάλο ανέκδοτο. Κανείς δε σου εγγυάται
ημερομηνία επιστροφής και κανείς δε θα σου πει ποια είναι η σωστή απόφαση.
Γιατί η απόφαση δεν παίρνεται. Η απόφαση δημιουργείται μέσα απʼ τις
καταστάσεις. Και σίγουρα έμαθες να ξεχωρίζεις το μικρό από το μεγάλο. Το αληθινό
από το ψεύτικο. Το πρόβλημα απʼ το βόλεμα και την γκρίνια. Την πραγματική
ελευθερία απʼ την ουτοπία.
Κλείνοντας, θα ήθελα νʼ αναφερθώ σε σχετικό ποίημα της Κατερίνας Γώγου ως
αποφώνηση γι’ αυτή τη φαινομενικά αέναη κατάσταση:
«Οι άνθρωποι, σκέψου, θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με
νότες. Να φυλάξεις μοναχά σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις κι έννοιες σαν κι
αυτές : απροσάρμοστοι, καταπίεση, μοναξιά, τιμή, κέρδος, εξευτελισμός για το
μάθημα της Ιστορίας. Είναι Μαρία, δε θέλω να λέω ψέματα, δύσκολοι καιροί και θα
ʼρθουνε κι άλλοι. Δεν ξέρω, μην περιμένεις κι από μένα πολλά. Τόσα έζησα, τόσα
έμαθα, τόσα λέω κι απʼ όσα διάβασα ένα κράτησα καλά: Σημασία έχει να παραμένεις
άνθρωπος.Θα την αλλάξουμε τη ζωή παρόλα αυτά, Μαρία.»
Και πόσα δεν είδες ακόμα…