«Σε
έναν ιδανικό
κόσμο, θα ξυπνούσαμε
κατευθείαν στη δεύτερη σχέση».
Όσο
περίεργο κι αν ακούγεται, ισχύει. Έχει
γίνει κι επιστημονική έρευνα πάνω σε
αυτό το θέμα. Με πολύ απλά λόγια, αν
παραλείψει κανείς τον πρώτο του έρωτα,
μπορεί να βρει την ευτυχία σε μια από
τις επόμενες σχέσεις του.
Δε
χρειαζόταν η επιστήμη για να αποδείξει
το αυτονόητο. Αλλά εσύ ήσουν πάντα
υπέρμαχος των μαθηματικών και των
στατιστικών. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί
στοιχειώνεις τα χρόνια μου, τις αποστάσεις
που διένυσα για να κρυφτώ από σένα, να
ξεφύγω απ’ τη σκιά της απώλειάς σου και
την απόρροια των όσων ακολούθησαν;
Ταξίδεψα
μακριά να ξεφύγω απ’το χτικιό σου, άλλαξα
χώρες, πόλεις και χωριά, όμως το πρόσωπό
σου ήταν πάντα στο παράθυρο ενός τραίνου
που έφευγε, σε γνωριμίες που ποτέ δεν
ευώδωσαν, πάνω σε χιονισμένα παγκάκια,
σε λιωμένα παγωτά, στο απόγειο του
καλοκαιριού, στη γραμμή της Μεσογείου.
Δε
φταις εσύ που φεύγω, ούτε και που κρύβομαι.
Πια δεν τολμώ να ρωτήσω νέα σου, ούτε
δια αλληλογραφίας. Το νιώθω πως δε θες
να θυμάσαι. Ξέρω, όμως, πως θυμάσαι. Ξέρω
πως, και να θες, δεν μπορείς να ξεχάσεις.
Το έμαθα, όταν ξαφνικά με κάλεσες για
να «μάθεις -τάχα– τι κάνω».
Τα μεγάλα σου μάτια δεν
μπορούσαν να μου κρυφτούν. Ήταν ζήτημα
χρόνου, πήρε λίγο κρασί, μερικά δευτερόλεπτα
τρόμου μπροστά στην αλήθεια που κρύβει
το άγγιγμα, για να μου πεις τα πόσα
σήμαινα γα σένα και πόσα πάντα θα σημαίνω.
Για να μου πεις ότι υπήρξα σταθμός για
σένα.
Δε
γύρισες ποτέ πίσω σε μένα,
όμως. Κι εγώ ακόμα ψάχνω και χτίζω και
διαλύω και δημιουργώ και καταστρέφω
και τρέχω και στο τέλος όλο φεύγω κι η
ζωή μια γυναίκα που γυρεύει τον ήλιο
της σε καμπούρες άτυχων επιλογών και
αταίριαχτων σχέσεων.
Αν
με πίστευες έστω και λίγο, δε θα έκλεινες
τις πόρτες της επικοινωνίας. Είσαι το
τέλος κάθε δακρύβρεχτης ιστορίας. Είσαι
ο λόγος να ξαναγραφτούν
οι πιο πονεμένες μουσικές, να διδαχτεί
η τέχνη του έρωτα, η τέχνη του να ζεις
την κάθε στιγμή σαν να
είναι η τελευταία. Πάντα απέφευγα να σε
συγκρίνω, γιατί κανένας ποτέ
δε σε έφτανε. Σε μίσησα και ορκίστηκα
στον εαυτό μου να μην πληγώσει κανέναν
αθώο και άοπλο, εξαιτίας σου.
Κάθε
που μία σχέση τελείωνε, το μελαγχολικό
σου βλέμμα ερχόταν, χαστούκι που ξυπνούσε
και τον πιο βαθιά κοιμώμενο, στο πιο
βαθύ σκοτάδι κι εγώ ξεσπούσα σε αναφιλητά
«Εσύ, πάλι εσύ φταις που δε δούλεψε!
Φύγε επιτέλους, φύγε, άφησε με να
αναπνεύσω».
Το
ξέρω πώς δε θα φύγεις αγαπημένε μου. Δεν
φταις εσύ που μελαγχολώ τις Κυριακές.
Είναι που αυτή η χημεία με σένα, η
ατέλειωτη καψούρα που συνδέει τις σιωπές
μας είναι η πιο τρανή απόδειξη, πως εμείς
οι δύο ή θα είμαστε ΠΑΝΤΟΥ ή ΠΟΥΘΕΝΑ.
Απόλαυσε
λοιπόν το πουθενά σου και εγώ το δικό
μου.
«Η
απουσία σου μ’ εξουθενώνει
και
δεν μπορώ να συνηθίσω
νιώθω να προχωράω
μπροστά
μα πάντα φτάνω πίσω
κι αυτή
η αλήθεια με σκοτώνει»