Κάθε φορά που προκύπτει θέμα εκδήλωσης ευαισθησίας απέναντι
στον συνάνθρωπο (τον όποιο συνάνθρωπο) σε απόσταση ασφαλείας, απ’ αυτές που
μπορούμε να κάνουμε
το εφέ μας από το πληκτρολόγιο ή με βαρύγδουπες δηλώσεις στα ΜΜΕ και τα
social media, πάντα παίρνουμε βραβείο ανθρωπιάς, μη σας πω ότι επιλεγόμαστε
αυτόματα ως υποψήφιοι/ες για Νόμπελ Ειρήνης τουλάχιστον! Και όλα αυτά τα
κελεύσματα με μία προϋπόθεση… να είναι τζάμπα!
Στην πράξη, όμως, τι συμβαίνει; Όταν καλούμαστε να καταρρίψουμε αυτές τις
ελεγχόμενες αποστάσεις; Η χώρα μας έχει το 1/5 περίπου των αιμοδοτών από
αυτούς/ες που απαιτούνται. Οι πολίτες της,
στεκόμαστε τραγικά αδιάφοροι απέναντι
στο περιβάλλον, στην προστασία των ζώων.
Είμαστε δικομανείς και λατρεύουμε τις μηνύσεις «για
ψύλλου πήδημα»: στο γείτονα που έβαλε τη μουσική στη διαπασών, στις εταιρίες
τηλεπικοινωνιών που μας έκοψαν το ίντερνετ με έναν (προς Θεού) μόνο απλήρωτο
λογαριασμό, στον τύπο που μίλαγε στο κινητό μέσω στο λεωφορείο, στον άλλο που
δεν σηκώθηκε για να μας παραχωρήσει τη θέση του, κ.α.
Αναφορικά με τον ΚΟΚ είμαστε λειτουργικά αναλφάβητοι και
έχουμε ίσως τη χειρότερη οδηγική συμπεριφορά. Ο αντίχειράς μας παθαίνει
αγκύλωση από το πληκτρολόγιο, το smartphone, το τάμπλετ, το τηλεκοντρόλ και όταν νιώσουμε το
«μούδιασμα», αφηνόμαστε τα βράδια στην αγκαλιά του Μορφέα ξέγνοιαστοι, ενώ
ορφανά ή εγκαταλειμμένα παιδιά ξενυχτούν με κλάματα στα ιδρύματα, αναζητώντας
μια ζεστή αγκαλιά.
Και φτάνουμε στο μείζον ζήτημα της περιόδου… τους
πρόσφυγες.
Σε ένα τέτοιο κλίμα «ευαισθησίας» πορεύεται η κυβέρνηση
και οι πρωταγωνιστές της πολιτικής επικαιρότητας. Ούτε ένας, από όσους κάνουν
δημόσιο διαγωνισμό ευαισθησίας, δε ζητάει να μείνουν μόνιμα εδώ οι μετανάστες
και να πληρώσουμε εμείς τα έξοδα για τη φιλοξενία και την ενσωμάτωσή τους.
Απαιτούν η Ευρώπη
να τους απορροφήσει και να μας δώσει λεφτά για να τους περιθάλψουμε. Για
λίγο, μέχρι να φύγουν, να προωθηθούν στις χώρες της Ευρώπης ή να τους γυρίσουν
πίσω στην Τουρκία (λες και εμείς δεν ανήκουμε στην Ευρώπη).
Ευτυχώς, βέβαια, που βρίσκουμε δίπλα στους μετανάστες και
τους γνήσιους εθελοντές, ανθρώπους απ’ τους «Γιατρούς του Κόσμου», «το Χαμόγελο
του Παιδιού» κι άλλες ΜΚΟ να προσπαθούν αδιάκοπα. Μέχρι να τα παίξουν κι αυτοί
απ’ την κούραση και να πάνε σπίτι τους.
Σε μια εποχή που ο ανορθολογισμός και η απανθρωπιά
επιχειρούν να κυριαρχήσουν στην πολιτική και στην κοινωνία, αυτοί οι άνθρωποι
είναι στις επάλξεις. Στα μάτια και στα λόγια των εθελοντών (που τόσους
μήνες αγωνίζονται, για να κυριαρχήσει στα μέρη μας και σε ολόκληρη την Ευρώπη
το Διεθνές Δίκαιο και η ανθρωπιά), δεσπόζει παντού θυμός, παντού
προβληματισμός. Πού και πού απαισιοδοξία γι’ αυτά που έρχονται, στο τέλος όμως
αποφασιστικότητα. Να μην εγκαταλείψουν, να μην το βάλουν κάτω. Για πόσο ακόμα,
όμως; Και οι αντοχές κάποτε τερματίζουν!
Πού ᾽ναι, βρε παιδιά, η νεολαία των «ευαισθητοποιημένων»
κομματικών παρατάξεων, ομοϊδεάτες και οι ένθερμοι υποστηρικτές τους που ηλιακά
μπορούν να αντεπεξέλθουν και ανήκουν στο target group που μπορεί να βοηθήσει; Πουθενά!
Ή μάλλον αράζει στο ζεστό τον καναπέ έχοντας στο χέρι το φραπέ, πίσω από την
ασφάλεια της μικρής οθόνης του pc να ξελαρυγγιάζεται υπέρ των προσφύγων κι όταν
το στόμα πια ξεραθεί απ’ την «πολλή φωνή», να πίνει και καμιά γουλιά, για να
δροσιστεί.