Ω, ναι.
Το ᾽χετε δει ξανά το συγκεκριμένο. Το ’χετε χιλιοδιαβάσει, το ᾽χετε
χιλιοακούσει σε ελληνικά και ξένα δακρύβρεχτα άσματα, το ’χετε πχια εμπεδώσει.
Είναι
μανίκι όταν κάτι τελειώνει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, ανεξαρτήτως διαρκείας ή και
έντασης.
Είτε λόγω
τσακωμών και λαθών συνεννόησης, είτε λόγω βαρεμάρας/ρουτίνας, είτε λόγω του
μερικές φορές αναπόδραστου κέρατου (ψάξ’ το κεφάλι σου) μία ιστορία παίρνει
τέλος.
Και μετά
ξεκινάει το πάρτι: κλάματα και κακό, θρήνος και οδυρμός, αϋπνίες και μαύροι κύκλοι,
καπνός και αλκοόλ…γνωστή πια η συνταγή, μην την ξαναλέμε.
Και
φυσικά, η κοινή σε όλους καταστροφολογική πεποίθηση και mindset ότι: «Πάει, χωρίσαμε, έφυγε, ψόφησε,
και τι θα κάνω εγώ τώρα χωρίς αυτόν, μπου χου».
Ή μάλλον,
καλύτερα: «Χάθηκαν τα πάντα».
Δεν είναι
αστείο, συμβαίνει.
Ο κόσμος
που το νιώθει, υπάρχει, και το συναίσθημά του αυτό είναι τόσο έγκυρο όσο και
καταστροφικό.
Εύλογα,
όσο κι αν με τρώει το χέρι μου, δεν κοροϊδεύω γιατί ξέρω ότι αυτού του τύπου
την απώλεια μπορεί να τη βιώσει κανείς πολύ, πολύ γαμιστερά… (θα τρολάρω
τους/ις drama queens του χωρισμού άλλη φορά, stay tuned).
Αλλά
γιατί; Τι μπορεί να παίζει εδώ;
Γιατί
μερικές φορές μας δημιουργείται η αίσθηση ότι χάνεται ο κόσμος μας ακόμα κι αν
η σχέση που διαλύθηκε ήταν πιθανώς τοξική;
Οι
απόψεις είναι πάρα πολλές, σήμερα όμως θα δούμε μία πιο εναλλακτική.
Όταν δύο
άνθρωποι πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, αναπόφευκτα δημιουργείται ένα σύστημα.
Τα ήδη
υπάρχοντα συστήματα του κάθε ατόμου (μέσα στον καθένα και σε συνάρτηση με το
περιβάλλον του) δε σταματούν φυσικά να υφίστανται, αρχίζουν όμως να
επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό απ’ το «νεογέννητο» σύστημα, το οποίο ορίζεται απ’
το «οι δυο μας».
Μέσα σ’
αυτό το σύστημα, καθώς η σχέση προχωράει και αναπτύσσεται, τα δύο άτομα
βρίσκουν καταφύγιο, αποδοχή και αναγνώριση του ενός απ’ τον άλλο, ενίσχυση και
σιγουριά.
Εύλογα,
θα επενδύσουν στο σύστημα αυτό, σαν επιχείρηση η οποία χρειάζεται «κεφάλαιο»
και από τους δύο «επενδυτές».
Aκόμα κι
αν η επένδυση αυτή είναι άνιση, το αποτέλεσμα είναι ένα: και οι δύο έχουν δώσει
κομμάτια του εαυτού τους στο «οι δυο μας».
Καλά
μέχρι εδώ; Κρατήστε την έννοια της επένδυσης -θα τη χρειαστούμε αργότερα, όταν
θα στήνουμε το συμπερασματικό μας «πιάτο».
Εκτός
απροόπτου, μία επένδυση έχει κέρδη.
Όσο,
λοιπόν, η σχέση ωριμάζει και περνάει από διάφορα στάδια, το σύστημα και φυσικά
τα δύο άτομα εξελίσσονται. Παίρνουν στοιχεία ο ένας απ’ τον άλλον, τροποποιούν
αντιδράσεις και συμπεριφορές, αναγνωρίζουν περισσότερο το σύντροφό τους και τον
εαυτό τους.
Γενικότερα,
«παίρνουν πράγματα» απ’ τη σχέση, πράγματα που διαφορετικά δε θα έπαιρναν.
Πράγματα που ορισμένες φορές όμως είναι άμεσα συνυφασμένα με το ότι η σχέση
υπάρχει.
Κρατήστε
μία και την έννοια της εξέλιξης μέσω της σχέσης, κι ας αρχίσουμε να στήνουμε το
πιάτο.
Τι θα
συμβεί, κυρίες και κύριοι, όταν η σχέση για το χ ή ψ λόγο έρθει σε ένα τέρμα;
Πρώτο και
κύριο, το σύστημα του «οι δυο μας» θα κλονιστεί άσχημα, αλλά δε θα διαλυθεί
αμέσως. Θα κλυδωνιστεί, θα αλλάξει μορφή πολλές φορές και θα «μεταλλαχθεί»
ανάλογα με το πόσο έτοιμα είναι τα δύο μέρη για το τέλος.
Σχεδόν
ποτέ με ευχάριστο τρόπο.
Το
πρόβλημα εδώ είναι ακριβώς στην τελευταία φράση: πόσο έτοιμος είσαι να
εγκαταλείψεις ένα σύστημα που σε υποστηρίζει, σε ηρεμεί και (λογικά) καλύπτει
τις σαρκικές και συναισθηματικές ανάγκες σου;
Αντίστοιχα,
και ίσως σημαντικότερα, πόσο άσχημο είναι για σένα να χάνεις αυτά που
«έπαιρνες» όσο ήσουν εκεί;
Εγωιστικό;
Εγωιστικότατο. Βεβαίως! Κι εγώ το έχω αισθανθεί, κι εγώ είχα χάσει κάποια
στιγμή τα «κεκτημένα» (αλλά βγάλτε τη σκούφια σας και βαράτε με εν χορώ. Άντε
γιατί… άντε).
Ποιος δεν
το σκέφτεται έτσι; Ποιος δεν έχει βολευτεί έστω και λίγο σε μία σχέση; Δεν
είναι κακό, πάντα υπάρχουν μηχανισμοί «δούναι και λαβείν» όταν δύο άνθρωποι
σχετίζονται.
Τέλος,
υπάρχει ίσως το ενδεχόμενο να αισθανόμαστε ότι χάνουμε αυτό το κομμάτι του
εαυτού μας το οποίο εξελισσόταν όσο ήμασταν στη σχέση;
Μήπως δεν
είναι ο πόνος της απώλειας απόλυτα προσανατολισμένος στον άλλον, αλλά και στον «ιδεατό
εαυτό» που φτιάχναμε στο μυαλό μας;
Για think about it λίγο. Καλές οι
αγάπες και οι έρωτες, καλοί οι αλτρουισμοί και τα αγνά και αμοιβαία
συναισθήματα.
Αλλά
μήπως ο πόνος για το ότι χάνουμε τον άλλον είναι λίιιγο περισσότερο πόνος για
το ότι χάνουμε ένα δικό μας κομμάτι μαζί με τη σχέση μαζί του;
Όλα
καταλήγουν, λοιπόν, σε μία σκέψη που έκανα τις προάλλες και μου άρεσε πολύ, και
ήταν και η αφορμή γι’ αυτό που διαβάζετε τώρα:
«Δε μου
λείπεις, λοιπόν, καθαρά εσύ. Μου λείπει ο εαυτός μου όπως ήμουν μαζί σου. Μου
λείπει το πώς άλλαξα όσο ήμουν μαζί σου, και μου λείπει η πιθανότητα του να
γινόμουν ακόμα καλύτερος/η μαζί σου».
Μ’ άλλα
λόγια, μία ακόμα πιθανότητα του γιατί βασανιζόμαστε είναι το αιώνιο ερώτημα: «What if?». Τι θα γινόταν αν ήμουν ακόμα
μαζί με τον άλλο; Τι άλλο θα έπαιρνα, πόσο θα βελτιωνόμουν;
Ξέρω, δεν
είναι ωραίο. Είναι βαθύτατα εγωιστικό και προκλητικό. Πριν με δαγκώσετε όμως,
δε σημαίνει αυτό ότι η απώλεια του άλλου ακυρώνεται για κανένα λόγο και με
οποιονδήποτε τρόπο.
Φυσικά
και υπάρχει, φυσικά και πονάει.
Οπότε μη
μου θυμώνετε, απλά τα βλέπω λίγο διαδικαστικά, μήπως και βρούμε κάνα τρόπο να
διαχειριστείτε το συναισθηματικό αυτό σκόπελο λίγο καλύτερα (για σας δουλεύω,
άντε).
Είναι
καλό να αναγνωρίζουμε ότι όταν κάτι τελειώνει, δεν πρέπει να το βιώνουμε σαν
μία αποτυχία, μία απογοήτευση ή ένα τελεσίδικο γεγονός για το οποίο φέρουμε
ευθύνη.
(Ναι,
φέρουμε, τι να κάνουμε… Αλλά δεν μπορούμε να αυτοτιμωρούμαστε εσαεί,
νισάφι.)
Είναι
σημαντικό επίσης να αποδεχόμαστε το τέλος και να θυμόμαστε τη σχέση που λήγει
σαν κάτι θετικό, κάτι που μας έφερε μερικά βήματα πιο πέρα από όπου ήμασταν
πριν ξεκινήσει.
Καταλήγοντας,
μπορούμε να κρατήσουμε τη σκέψη ότι ο εαυτός μας μπορεί να βελτιωθεί και να
εξελιχθεί ακόμα και εκτός του συστήματος μίας σχέσης.
Επίσης,
ότι όλα εκείνα που θεωρούμε ότι «χάσαμε» επειδή χάσαμε κάποιον, μπορούν (με
διαφορετικό τρόπο) να γίνουν πάλι δικά μας. Πιθανότατα με το να μάθουμε να
αγαπάμε τον εαυτό μας εντός μα και εκτός σχέσης…
Till next
time…