«Υπάρχω;» λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις». Είναι ένας στίχος
από την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη κι είναι αυτός που για μένα αντιπροσωπεύει ακριβώς
το βαθύτερο νόημα της ζωής και του θανάτου.
Με αφορμή την επιλογή του Αλέξανδρου Βέλιου να επιλέξει
τον τρόπο, το χώρο και τον χρόνο του θανάτου γράφεται αυτό το άρθρο. Μα
περισσότερο, για όλα όσα γράφτηκαν και σχολιάστηκαν για αυτήν την επιλογή.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως η σύγχρονη ζωή προσφέρει
μια πληθώρα επιλογών. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που τελικά γινόμαστε δέσμιοί
τους, αφού φτάνουμε στο άλλο άκρο γιατί δημιουργείται μέσα μας η αίσθηση του
ανικανοποίητου.
Είτε πρόκειται για τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, είτε για τις
σπουδές μας, από την επιλογή σχολής χορού μέχρι την επιλογή γιατρού, κι από την επιλογή συντρόφου μέχρι το πώς θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, υπάρχουν
τόσες πολλές που στο τέλος στεκόμαστε μπερδεμένοι και συχνά ανήμποροι να
διαλέξουμε.
Υπάρχει μονάχα ένα πράγμα που κανείς μας δεν μπορεί να
επιλέξει και αυτό είναι ο θάνατος. Ακόμη κι αν οι επιλογές σου γενικά δεν
περιορίζονται από κανέναν παράγοντα, οικονομικό, ηθικής, κοινωνικής και
επαγγελματικής θέσης, η θέση μας απέναντι στο αμετάκλητο του θανάτου είναι ίδια
για όλους μας: θα έρθει τη στιγμή που εκείνος το επιλέξει και εμείς δε θα
έχουμε κανέναν λόγο σ’ αυτό.
Είναι εδώ που ο Αλέξανδρος Βέλιος έρχεται και κάνει την
ανατροπή. Πιάνεται απʾ το μικρό διάστημα μεταξύ της διάγνωσης και του θανάτου
του κι αντί να κάνει τα πάντα να σώσει τον εαυτό του, να εξαντλήσει όλες τις
κλασσικές και μη θεραπευτικές μεθόδους, να πάει σε εναλλακτικούς, να δοκιμάσει μαντζούνια και προσευχές, να περιμένει το θαύμα έστω και την ύστατη στιγμή,
κάνει το αδιανόητο: με πλήρη συνείδηση -κι αυτή είναι η φράση που κάνει τη
διαφορά -αποφασίζει να επιλέξει εκείνος το πού και το πότε και το πώς θα
αφήσει αυτή τη ζωή.
Όμως, δεν επέλεξε μόνο αυτό. Προγραμμάτισε όλες του τις
δράσεις μέσα στο χρονοδιάγραμμα που είχε φτιάξει. Έγραψε βιβλίο, έκανε
δημοσιεύσεις, τακτοποίησε τις εκκρεμότητές του, χαιρέτισε τους φίλους και τους
αγαπημένους του, ενημέρωσε όποιον ενδιαφερόμενο για το μείζον θέμα του
δικαιώματος στην επιλογή του θανάτου, σόκαρε, τάραξε τα νερά και μετά, όταν
εκείνος ένιωσε ότι έκλεισε όλα τα ανοιχτά μέτωπα, έφυγε. Όχι βέβαια όσο απλά
είχε προγραμματίσει, όμως έφυγε όπως το είχε επιλέξει.
Γιατί είναι σημαντικό αυτό που έκανε;
Γιατί στάθηκε μπροστά στο θάνατο και είπε «δε σε
φοβάμαι». Γιατί δεν περίμενε να φτάσει στα όρια του πόνου και του εξευτελισμού
στα οποία σε φέρνει αυτή η ασθένεια για να πάρει χάπια ή να επιλέξει έναν τρόπο
αυτοκτονίας που θα είναι αποτέλεσμα ταραγμένου και θολωμένου μυαλού.
Μα το πιο σημαντικό: γιατί επέλεξε να πεθάνει πριν την
ελπίδα. Για τα ανθρώπινα μέτρα, δεν υπάρχει τίποτα πιο μεγαλειώδες από αυτό.
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος στην περίπτωση του Αλέξανδρου
Βέλιου. Γενικότερα, δεν μπορεί να υπάρξει σωστό ή λάθος σε καμία τέτοια
επιλογή. Ό,τι κι αν λέμε για αυτό το θέμα, όποια θέση κι αν πάρουμε πρόκειται
απλά για μια θεωρητική θέση αφού όταν έρθει η δική μας στιγμή μπροστά στο
θάνατο είναι αδύνατον να ξέρουμε ποια στάση θα κρατήσουμε.
Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι να μπορούμε να ζούμε
σε μια κοινωνία που αντέχει το βάρος μιας τέτοιας συζήτησης χωρίς
συναισθηματικές κορώνες, ακραίους χαρακτηρισμούς, αφορισμούς, δαιμονοποίηση ή
αγιοποίηση. Μια κοινωνία που μπορεί να κοιτάει κατάματα εκείνον που επιλέγει να
πεθάνει, με την ίδια κατανόηση, συμπαράσταση και αγάπη όσο κι εκείνον που
περιμένει στωικά το θάνατο στο κρεβάτι του πόνου.
Μια κοινωνία ώριμη, με ώριμους ανθρώπους, που δέχεται τη
διαφορετικότητα σε κάθε της έκφανση και που υποστηρίζει τα δικαιώματα και τις
ελευθερίες των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το πόσο έρχονται σε αντίθεση με τις
ατομικές πεποιθήσεις και τα πιστεύω των άλλων.
Ή έστω, αν μια τέτοια κοινωνία είναι πολύ μακριά από τη
δική μας ακόμα, ας σταθούμε τουλάχιστον μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου
μας με δέος και ας σιωπήσουμε.
Ας σιωπήσουμε.