Ποτέ
σου δεν πίστεψες
σε έναν έρωτα που ζει μέσα στην παρανομία
και το σκοτάδι. Ήθελες φως, άνεση και
ηρεμία. Εξ’άλλου φαίνοταν και στα
τελευταία φιλιά σου. Τα ζεστά και γεμάτα
έξαψη χείλη που είχα συνηθίσει να φιλάω,
είχαν γίνει κρύα και απρόσιτα.
Σου
ζητούσα να περπατήσεις μαζι μου στα
σοκάκια που αχόρταγα γδύναμε ο ένας τον
πόθο του άλλου και αρνιόσουν, γιατί
δε σου άρεσε πλεον να κρύβεσαι. Σε
τραβούσα σε γωνίες να αρπάξω λίγο
την μυρωδιά από το μεθυστικό άρωμα σου
και τραβιόσουν, γιατι μπορεί να μας
έβλεπε κάποιος. Σε ρώτησα τι άλλαξε και
μου απάντησες με σοβαρότητα «τα
πάντα».
Δεν
μπορούσες άλλο να κοροϊδεύεις
τον εαυτό σου σαν ερωτευμένο κοριτσάκι,
που λέει ψέματα στους γονείς του για να
βγει ραντεβού. Αρνιόσουν να εισχωρήσεις
κι άλλο στη δίνη της αβεβαιότητας που
σου προσέφερα και ήθελες σιγουριά,
ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Μου ζήτησες
να χωρίσουμε στο ίδιο μέρος που σε είχα
κάποτε στριμώξει, στον πίσω τοίχο μιας
ερειπωμένης πολυκατοικίας και είχαμε
κάνει άγριο σεξ
πρώτη φορά, με το ψιλόβροχο να δίνει
ρυθμό στις κοφτές αναπνοές μας. Δε
μίλησα. Δε σε κοίταξα καν. «Μόνο
αν με διεκδικήσεις αληθινά και όχι στα
κρυφά θα επιστρέψω»,
μου είπες και γυρνώντας την πλάτη μπήκες
σε ένα ταξί και έφυγες.
Οι επόμενες
ημέρες κύλησαν στο ίδιο απαράλλαχτο
μοτίβο. Εγώ παρέα με οτιδήποτε φανέρωνε
μιζέρια και φθορά, να προσπαθώ να βγω
αλώβητος μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Δε
με πείραζαν τα λίτρα ποτό που κατέβαζα,
ούτε οι
κουρτίνες που μόνιμα είχα κλειστές, για
να κρύβουν το φως.
Με
πείραζε που δεν άκουγα την φωνή σου να
μου λέει μία βιαστική καλημέρα το πρωί,
πριν πας δουλειά. Με πείραζε που δε σε
έβλεπα στο απέναντι πεζοδρόμιο να με
κοιτάς κλεφτά και να περιμένω πότε θα
περάσεις, για να μου δώσεις ένα φιλί στα
πεταχτά. Κρυβόμασταν από όλους, αλλά η
επιθυμία μου για σένα ήταν φανερή, πέρα
για πέρα. Και τώρα μου ζήτησες να ξεπεράσω
και να υπερβώ τα όρια μου. Να ανοίξω να
μπει φως στην σχέση μας. Να σε διεκδικήσω
μπροστά σε όλους. Να γίνω χίλια κομμάτια
μπροστά τους και να τα αφήσω να με
τρυπήσουν ελπίζοντας να μείνω ζωντανός.
Προσπάθησα
να επικοινωνήσω μαζί σου αλλά πάντα μου
έριχνες άκυρο. «Ή μαζί στα φανερά ή ο
καθένας μόνος του». Κατάλαβα ότι το
πράγμα είχε σοβαρέψει. Το πρώτο πράγμα
που έσπασα βλέποντας την απόρριψη σου
ήταν το αγαπημένο μας CD. Στη συνέχεια
μάτωσα τις γροθιές μου χτυπώντας
την πόρτα και τότε κατάλαβα ότι μου
είχες σπάσει τον τσαμπουκά και είχες
νικήσει. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε
επιτέλους να σε κάνω δική μου. Χωρίς
κρυψώνες, χωρίς μυστικά, χωρίς σκοτάδι
ανάμεσα μας.
Και το έκανα. Ακόμα
θυμάμαι εκείνη την μέρα. Κουρασμένος
και αηδιασμένος από την κατάντια του
εαυτού μου, έχοντας αγγίξει το τέλμα
και μη μπορώντας να βλέπω άλλο τις μέρες
να περνούν
άδειες η μία μετά την άλλη, ήρθα να σε
βρω. Δεν έκανα προετοιμασία. Δεν ήξερα
καν τι θα σου πω όταν σε συναντήσω. Ήξερα
τι θα κάνω. Κάτι που μου είχε λείψει τόσο
πολύ όσο έλειπε η τροφή από έναν οργανισμό
που λιμοκτονεί.
Έφτασα στο αγαπημένο
μας στέκι και σε ξεχώρισα αμέσως. Το
ίδιο λαμπερή και γεμάτη χαμόγελο όπως
όταν σε πρωτογνώρισα. Καθόσουν παρέα
με πολύ κόσμο και γελούσες με την καρδιά
σου. Μηχανικά άρχισα να κινούμαι προς
το μέρος σου.
Με είδες.
Σάστισες.
Προσπάθησες
να ψελλίσεις κάτι αλλά δε βγήκε
λέξη.
Σηκώθηκες και κοίταξες τριγύρω
νομίζοντας οτι βλέπεις όνειρο αλλά
διέλυσα αυτήν την ομίχλη πανηγυρικά
γιατί με δύο μεγάλες δρασκελιές έφτασα
σε απόσταση αναπνοής μπροστά σου.
Η
παρέα σου είχε παγώσει. Μόνο κάποιοι
ψίθυροι έσπαγαν δειλά την απόλυτη σιωπή
που κάλυπτε το σκηνικό. Πήγες να ψελλίσεις
κάτι και σου κάλυψα απαλά το στόμα με
το δάχτυλό
μου. «Ήρθα.
Όπως
το ζήτησες. Δε θα με σταματήσει κανείς».
Με άκουγες και δεν το πίστευες. Χαμογέλασα.
«Και
τώρα φίλα με. Και άσε όλους
τους άλλους να
κοιτούν.»