Μεγάλωσα
σε μία συντηρητική οικογένεια. Πάντα
με έλεγχαν οι γονείς μου ως έφηβη, έπρεπε
να είμαι στο σπίτι, μετά από έξοδο, πριν
τις έντεκα, γινόταν πάντα επική μάχη
για να πάω σε κάποιο πάρτυ ή κάποια
πολυήμερη εκδρομή με το σχολείο, η μαμά
μου ήξερε πάντα πού είμαι και με ποιον
και γενικά οι κανόνες ήταν κάτι που θα
πρέπει να ακολουθούνται.
Φαντάζεστε
λοιπόν την έκπληξη των γονιών μου, όταν
μετά από διακοπές στο εξωτερικό (μαζί
τους φυσικά), αποφάσισα στην τρυφερή
ηλικία των 18 να κάνω την επανάστασή μου.
Όχι φυσικά με φωνές και καυγάδες, πιο
πολύ με ένα εγκεφαλικό προ των πυλών.
Τον
γνώρισα στις διακοπές μου. Ήταν ψηλός,
μαυρισμένος και πολύ πολύ σέξι. Με
«τράκαρε» ένα βράδυ στην τραπεζαρία
του ξενοδοχείου και μου χάρισε το πιο
όμορφο εξωτικό χαμόγελο. Ρώτησα κι
έμαθα. «Μείνε μακριά», μου είπε η μικρή
γερμανιδούλα που πήγαινε κάθε χρόνο
εκεί διακοπές. «Οι animateurs
πάνε με διαφορετική
τουρίστρια κάθε βράδυ». Ε ωραία, και πού
είναι το κακό; Διακοπές είμαι, ας ξεσαλώσω
λίγο.
Τον
πέτυχα στην πισίνα, αργά το βράδυ με μια
παρέα. Προσπάθησα να το παίξω μοιραία
και ξεκίνησα να περπατάω γατίσια δίπλα
στην πισίνα. Ναι, οκ, δεν το χω. Βρέθηκα
φαρδιά πλατιά στον πάτο της πισίνας
μετά από ένα χαριτωμένο τίναγμα του
μαλλιού που πήγε στραβά. Την είδε σωτήρας
και με έβγαλε έξω. Δεν ξέρω αν ήταν η
ντροπή μου ή τα νεύρα μου που χάλασε το
μαλλί, αλλά δεν άκουσα κουβέντα απ’ ότι
μου είπε. Όχι ότι αν άκουγα, θα καταλάβαινα,
αλλά τέλος πάντων.
Τα
μάζεψα άρον άρον κι έφυγα. Δήλωσα με
στόμφο στη μητέρα μου ότι δεν πρόκειται
να κυκλοφορήσω σε ανοιχτό χώρο μέχρι
να τελειώσουν οι διακοπές. Μου γύρισε
την πλάτη και πήγε στο τζακούζι.
Δεν
άντεξα και πολύ. Δυο ώρες μετά έκοβα
βόλτες (αφού με είχε κόψει η λόρδα, γιατί
είχα αρνηθεί πεισματικά τις δημόσιες
εμφανίσεις στην τραπεζαρία) προσπαθώντας
να βρω κάτι να ξεγελάσω την πείνα μου.
Φυσικά
και έπεσα πάλι πάνω του. Γιατί το κάρμα
είναι μαλακισμένο. Με κοίταξε, μου
χαμογέλασε (αχ!) και με ρώτησε κάτι. Σε
μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τον
κοίταξα με έκδηλη απορία. Ξαναρώτησε
στα Αγγικά. Εδώ είμαστε…
«Ναι
καλά είμαι» απάντησα με προφορά Οξφόρδης.
Τώρα θα τιμήσω το Proficiency,
σκέφτηκα με περηφάνεια.
Με κοίταξε αμήχανα. Ναι, πες κάτι όμως…
Η γερμανιδούλα πέρασε από δίπλα μου, με
χαιρέτησε. Βλέποντας εκείνος ότι την
κατέχω και τη γερμανική (χα!) το γύρισε
και του λύθηκε η γλώσσα. Της κακιάς ώρας
τα γερμανικά του βέβαια, αλλά μπορούσαμε
να πούμε και κάτι παραπάνω, πέρα από μια
καλημέρα.
Περάσαμε
όλο το απόγευμα μαζί. Τα έμαθα όλα. Μισός
γάλλος (αααα γαλλικά ήταν αυτοί οι
γλωσσοδέτες που έλεγε), μισός άραβας.
Μεγαλωμένος εκεί, με όνειρο ζωής τη
μεγάλη ζωή. «Θα τα καταφέρω και θα γίνω
κάποιος, μια μέρα», μου έλεγε και τα
μάτια του έλαμπαν.
Περιττό
να σας πω ότι τις υπόλοιπες μέρες δεν
ξεκολλούσε ο ένας από τον άλλο. «Θα
ξανάρθω» του έλεγα το τελευταίο βράδυ
πριν φύγω. «Στο υπόσχομαι, θα ξανάρθω».
Είχε φύγει το πρωί, πριν ξυπνήσω, δεν
του άρεσαν οι αποχαιρετισμοί.
Γύρισα
Ελλάδα, με το μυαλό μου να έχει μείνει εκεί. Δεν
μπορούσα να συγκεντρωθώ, δε με ένοιαζαν
τα αποτελέσματα των πανελληνίων, δε με
ένοιαζαν οι διακοπές με τις κολλητές
μου, δε με ένοιαζε κανένας και τίποτα.
Το πήρα απόφαση. Μάζεψα λεφτά, ανανέωσα
διαβατήριο και το ανακοίνωσα Κυριακή
μεσημέρι σε όλη την οικογένεια. «Τέλος
του μήνα πάω Τυνησία. Θα μείνω εκεί για
τη σεζόν. Θα βρω δουλειά. Έχω κάθε
δικαίωμα, είμαι πλέον 18.» Συνέχισα να
τρώω κεφτέδες αδιάφορα, ενώ η οικογένειά
μου προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ.
Εις
μάτην προσπαθούσαν όλοι να με πείσουν
για το αντίθετο. Ήμουν αποφασισμένη.
Και πήγα. Έφυγα ένα πρωί, αφήνοντας πίσω
μου τη ζωή μου και την βολή μου. Ήμουν
ενθουσιασμένη. Θα ήμουν μαζί του. Θα
ήταν όλα τέλεια.
Η
προσγείωση ήταν ανώμαλη. Το σπίτι που
θα με φιλοξενούσε, τελικά δεν ήταν
διαθέσιμο. Η δουλειά που είχα βρει,
τελικά δεν ήταν αυτό που μπορούσα να
κάνω. Με φιλοξένησε μια φίλη του. Και η
διαφορά μας, πέρα από ηλικιακή, ήταν
πολύ πιο μεγάλη. Άρχισα να τρομοκρατούμαι.
Η κουλτούρα τους, το άγχος τους για τα
λεφτά, η ζωή που έκαναν και η εμμονή τους
με τη φυγή από τη χώρα τους, με πελάγωναν.
Όμως,
όταν με έπαιρνε αγκαλιά το βράδυ, όλα
περνούσαν. «Όλα θα πάνε καλά» μου έλεγε.
Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Η συννενόηση
ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Γιατί τι
να τον κάνω τον έρωτα, όταν δεν μπορώ να
τον εκφράσω;
Ξεκίνησα
μαθήματα γαλλικών. Δε γινόταν αλλιώς,
ή θα ξεχνούσα τα γερμανικά που ήξερα, ή
θα έπρεπε να βρω εναλλακτικό τρόπο
επικοινωνίας. Ήταν δίπλα μου, με βοηθούσε
όταν πετούσα τα βιβλία στους τοίχους,
μου σκούπιζε τα δάκρυα όταν απελπιζόμουν,
ανεχόταν τα νεύρα μου όταν πείσμωνα.
Μου
έλειπε το σπίτι μου. Όχι τόσο όσο θα
περίμενα. Οι δικοί μου είχαν ενημερώσει
όλο τον κόσμο ότι έχω φύγει εξωτερικό
για σπουδές. «Θα της περάσει και θα
γυρίσει» έλεγε η μητέρα μου «Μέχρι τότε
δε χρειάζεται να δίνουμε δικαιώματα σε
τρίτους».
Όταν
η κατάσταση εκεί έφτασε στο απροχώρητο,
ήρθε και μου ανακοίνωσε ότι φεύγουμε.
Πάμε στο χωριό του, στο σπίτι του. Θα
είναι πιο εύκολα εκεί. Μου εξήγησε πώς
θα πρέπει να συμπεριφέρομαι στο πατρικό
του, στους γονείς του, στο χωριό. Έπρεπε
η υποψήφια «νύφη» να είναι καθώς πρέπει
σε εμφάνιση και συμπεριφορά. Ετοίμασα
μια βαλίτσα με τα πιο σέξι ρούχα μου και
την έστειλα την επόμενη μέρα στην Ελλάδα.
Δε θα τη χρειαζόμουν, μου είπε.
Το
ταξίδι δεν ήταν μεγάλο. Μεγάλο ήταν το
σοκ, με το που πάτησα στο χωριό. Δε θα
μακρυγορήσω. Ελαιώνες, όσο έφτανε να
δει το μάτι σου. Και κάπου στη μέση ένα,
ας το πούμε σπίτι. Πήρα μια βαθιά ανάσα
και μπήκα μέσα χαμογελώντας.
Όχι,
δεν ήταν εύκολο. Παρόλο που η οικογένειά
του με δέχτηκε αμέσως, η ζωή ήταν δύσκολη.
Συγκεκριμένο πρόγραμμα, συγκεκριμένες
δουλειές, συγκεκριμένη συμπεριφορά. Τα
χτυπήματα ήταν απανωτά. Δεν μπορούσα
να πάω για καφέ μαζί του, γιατί «οι
γυναίκες δεν πηγαίνουν για καφέ». Δεν
μπορούσα να πάω για καφέ μόνη μου γιατί
«οι γυναίκες δεν πηγαίνουν για καφέ
έξω». Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κάποιον
φίλο του μόνη μου γιατί «οι γυναίκες
δεν μιλούν στους άντρες». Έκανα υπομονή.
Μέχρι το πρώτο χαστούκι. Εκεί ξέσπασα.
«Δε με νοιάζει πώς το έχετε εσείς εδώ,
αλλά δε θα απλώσεις χέρι πάνω μου ξανά»
του είπα ουρλιάζοντας. Έφαγα κι άλλο.
Και ακόμα δεν τα μάζευα να φύγω. Ήλπιζα
ότι η αγάπη θα τα φτιάξει όλα.
Παντρευτήκαμε.
Κρυφά. Οι γονείς μου το έμαθαν εκ των
υστέρων. Δεν μπορώ να σας περιγράψω το
σοκ του πατέρα μου όταν ήρθε εκεί που
ήμουν για να με «μαζέψει». Το έβλεπα στα
μάτια του, αλλά δε θα έκανα πίσω. «Πλέον
έχω τον άντρα μου, δεν είμαι ευθύνη σου,
μην ανησυχείς», του είπα ψυχρά. Δεν ήξερα
αν το εννοούσα.
Πήραμε
απόφαση να φύγουμε από εκεί. Η Ελλάδα
ήταν πιο ιδανική. Μπορεί να είχα μάθει
τα αραβικά πλέον, αλλά δεν μπορούσαμε
να ζήσουμε ανθρώπινα εκεί πέρα και το
ξέραμε. Έφυγα πρώτα εγώ, βρήκα σπίτι
στην Ελλάδα και μετά ήρθε κι εκείνος.
Και ξεκινήσαμε να ζούμε. Δεν ξέρω πώς
να περιγράψω την κοινή μας ζωή. Από τη
μία ψήναμε αρνί το Πάσχα, από την άλλη
κάναμε νηστεία στο Ραμαζάνι. Από τη μία
Χριστούγεννα, από την άλλη Μπαιράμι.
Για τους φίλους μου, ούτε λόγος. Δεν
επιτρεπόταν να έχω φίλους, πόσο μάλλον
άντρες. Επέτρεπε μόνο ένα φιλικό ζευγάρι
να μας επισκέπτεται.
Το
χάσμα το έβλεπα να μεγαλώνει μέρα με τη
μέρα. Και μετά ήρθε το πιο αναπάντεχο
γεγονός. Μια εγκυμοσύνη. Δεν το κράτησα.
Δε μου το συγχώρεσε ποτέ. «Διέπραξες τη
μεγαλύτερη αμαρτία στα μάτια του Αλλάχ.
Σκότωσες το παιδί μου». Μου το έλεγε
κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Υπέφερα. Τον
αγαπούσα, αλλά υπέφερα. Μοναδική μου
ελπίδα, μια φίλη μου, παντρεμένη κι
ευτυχισμένη με έναν συντοπίτη του. «Θα
φτιάξουν τα πράγματα, καλή μου, θα
στρώσουν» μου έλεγε. Και την πίστευα.
Και
το χαστούκι έπεσε πάλι. «Εδώ μέσα θα
γίνεται ό,τι λέω εγώ!» μου είπε όταν μια
μέρα τόλμησα να φτιάξω κοκκινιστό χωρίς
να τον ρωτήσω τι θέλει να φάει. Έτρεξα
στο πατρικό μου. Έμεινα εκεί τρεις μέρες
κλαίγοντας. Οι γονείς μου δε μιλούσαν,
μόνο κοιτούσαν ο ένας τον άλλο πικραμένοι.
Έφυγε.
Έφυγε όταν αναγκάστηκα να νοσηλευτώ
για μερικές μέρες. Χωρίς να πει τίποτα.
Απλά τα μάζεψε κι έφυγε. Το έμαθα τυχαία.
Ανακουφίστηκα. Ξεκίνησα αμέσως διαδικασίες
διαζυγίου. Έπρεπε να σπάσω τα δεσμά μου.
Ελευθερώθηκα.
Ναι,
μου έλειπε, ναι τον αγαπούσα. Αλλά το
χάσμα μεταξύ μας ήταν τεράστιο.
Επισκέφτηκα
προ ημερών τη φίλη μου. Κάτσαμε το
μεσημέρι και φάγαμε όλοι μαζί με τον
άντρα και τα τρία πανέμορφα παιδιά τους.
Τους κοίταζα με γλύκα και θαυμασμό. «Πώς
τα καταφέρατε, ρε Άννα;» τη ρώτησα. «Με
αγάπη και υποχωρήσεις», μου απάντησε ο
Φέτχι.
Και
τότε κατάλαβα. Και δεν έφταιγε ούτε η
θρησκεία, ούτε η κουλτούρα. Έφταιγε το
γεγονός ότι δύο παιδιά είκοσι ετών
προσπάθησα να γεφυρώσουν αυτές τις
διαφορές, χωρίς να προσπαθήσουν να
κάνουν ένα βήμα ο ένας προς τον άλλο.
Γιατί
η αληθινή αγάπη «όλα τα ανέχεται, όλα
τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα
υπομένει.» Δεν φταίει η διαφορετική
θρησκεία πάντα, ούτε η διαφορετική
κουλτούρα.
Πολλές φορές, απλά, φταίνε
οι άνθρωποι…