Στολισμένεςπλατείες. Βιτρίνες γεμάτες πολύχρωμα φωτάκια.
Πεζοδρόμια ασφυκτικά γεμάτα. Ο κόσμος να περνά με βιασύνη, λες και κάποιος
τον κυνηγά. Ακούγονται γέλια και ζωηρές φωνές παιδιών. Η ατμόσφαιρα παγερή, το
κρύο να το νιώθεις ως το κόκκαλο. Έτσι, ήταν κι η στάση των ανθρώπων που
περνούσαν από εκείνο το σημείο.
Το στέκι
μου βρίσκεται σʾ ένα σημείο της πόλης, τοποθετημένο σε μια γωνία απʾ την
οποία έχεις την ευχέρεια να παρακολουθείς ό,τι διαδραματίζεται στην κεντρική
πλατεία της πόλης. Βλέπεις τον κόσμο που περνά, τα μαγαζιά τριγύρω. Γενικότερα,
γίνεσαι θεατής πολλών σκηνικών άλλοτε ευχάριστων κι άλλοτε δυσάρεστων. Κρίμα,
όμως, που τις περισσότερες φορές τα μάτια σου πέφτουν σε θλιβερά σκηνικά. Τι να
την κάνεις τη θέα, όταν σου ταράζει το μέσα σου;
Πολλά τα
σκηνικά αλλά είναι ένα που παραμένει καθημερινά το ίδιο. Ξέρεις, ο κόσμος έχει
συνηθίσει πια, όταν βγαίνει για την καθιερωμένη βόλτα του ή για να τακτοποιήσει
τις δουλειές του, να μη δίνει σημασία στο περιβάλλον του τριγύρω. Αμέλεια,
απόφαση, αδιαφορία. Ο καθένας το ονομάζει όπως θέλει.
Όμως,
εγώ, κάθε μέρα έβλεπα τον ίδιο άνθρωπο να στέκεται στο ίδιο σημείο. Με τα ίδια
άπλυτα ρούχα. Τα ίδια ξεσκισμένα πια παπούτσια. Με το ίδιο κομμάτι ύφασμα
τυλιγμένο γύρω απʾ τα πόδια του. Δεν ξέρω, αν έφευγε ποτέ από εκείνο το σημείο.
Πάντα με έκανε να αναρωτιόμουν. Ή αν είχε βρει και εκείνος το «στέκι» του.
Πάντως,
ασυνείδητα ίσως, είχα συνδέσει εκείνο το κομμάτι της πλατείας μʾ εκείνον τον
άνθρωπο. Θέλοντας και μη, η διαδρομή μου το περιλάμβανε. Είχα μάθει απʾ έξω όλο
το σκηνικό, και λόγω της θέσης που καθόμουν στο στέκι μου.
Μια μέρα,
δε συμμετείχα στη συζήτηση της παρέας. Άκουσα φευγαλέα μόνο πως συζητούσαν
για τα ψώνια των εορτών. Των Χριστουγέννων, συγκεκριμένα. Το μενού του βραδινού
δείπνου στο ζεστό σπίτι με το τζάκι και με όλους τους φίλους μαζί.
Το μυαλό
μου δεν έπλαθε ιστορίες για το πώς θα περάσω εγώ το βράδυ των Χριστουγέννων,
αλλά το πώς θα το περνούσε ο άνθρωπος απέναντι μου. Εκείνος με το κομμάτι
ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τα πόδια του. Ήταν το μόνο φαίνεται που του είχε
απομείνει.
Δεν είχε
ούτε καν μια κανονική ζεστή κουβέρτα, σαν εκείνες που κατεβάζουμε απʾ την
ντουλάπα κάθε χρόνο, όταν ξεκινούν τα κρύα και αγανακτούμε μέχρι να βρούμε την
αγαπημένη μας μέσα στη πληθώρα. Εκείνος δεν είχε ούτε στέγη πάνω απʾ το κεφάλι
του, κουβέρτα θα είχε; Ναι, θα μπορούσε να έχει κουβέρτα, αν κάποιος του
την πήγαινε.
Εκείνη
την μέρα, λοιπόν, εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε σταματήσει να απλώνει το χέρι του
στους περιστατικούς ζητώντας χρήματα, στην χειρότερη έστω 10 λεπτά απʾ τον
καθένα για να μπορέσει να αγοράσει λίγο φαγητό, ή ακόμη και νερό. Το πρόσωπο
κουρασμένο και το σώμα του καταπονημένο.
Ούτε ένας
περαστικός δεν είχε γυρίσει το βλέμμα προς εκείνη τη μεριά. Μέχρι που ένας κοντοστάθηκε
όρθιος μπροστά του ξεκινώντας να τον κλωτσά. Του είπε πως είναι ένα άσχημο
θέαμα τέτοιες μέρες και πως πρέπει να σηκωθεί να πάει να βρει μια δουλειά όπως
όλοι. Αυτό κράτησε για λίγα λεπτά. Ακόμη και τότε, όμως, κανείς δεν έδωσε
ιδιαίτερη προσοχή.
Είχα
μείνει να παρατηρώ τον άστεγο άνθρωπο. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως κάποιος
άλλος άνθρωπος φέρθηκε τόσο άκαρδα. Δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν απʾ τα μάτια
μου.
Σε μια
άλλη γωνιά βρισκόταν ένα παιδί άστεγο και αυτό. Ζητούσε κι εκείνο από τους
περαστικούς να του αφήσουν κάτι για να πάρει να φάει. Δεν κατάλαβα πότε βρέθηκε
ο πρωταγωνιστής του σκηνικού μου δίπλα στο παιδί. Του άφησε ό,τι είχε. Εκείνο
το κομμάτι ύφασμα για να ζεσταίνεται το παιδί με κάποιο τρόπο.
Δεν έχω
ξεχάσει εκείνη τη μέρα. Ίσως να μη σβήσει απʾ το μυαλό μου με τα χρόνια. Κάθε
φορά που το σκέφτομαι τα μάτια μου θα βουρκώνουν από συγκίνηση για την πράξη
εκείνου του άστεγου ανθρώπου, που δεν είχε οικογένεια, φίλους, σπίτι. Κανείς
δεν έμαθε ποτέ γιατί βρέθηκε σʾ αυτήν την κατάσταση. Τι σημασία, όμως, έχει;
Στην
πρώτη ευκαιρία έσπευσε να βοηθήσει κάποιον με τα ελάχιστα πράγματα που μπορούσε
να προσφέρει.
Οι μέρες κύλησαν,
οι γιορτές πέρασαν και η μεγάλη καρδιά του δρόμου δε βρέθηκε ξανά σε
κανένα σημείο της πλατείας. Κανείς δεν τον έψαξε, κανείς δεν αναρωτήθηκε
για εκείνον. Θα τον θυμάμαι, όμως, πάντα και θα περιμένω μια μέρα να γυρίσει να
του δώσω την κουβέρτα που δεν πρόλαβα.