Από
την αρχή μας γνωρίζαμε ότι
υπήρχε ένα τέλος. Δε διαφέραμε ποτέ εγώ
κι εσύ, γλυκιά μου. Απλά είχαμε διαφορά
στο πώς αντιμετωπίζαμε
αυτά που μας συνέβαιναν. Κι αυτή η, όχι
και τόσο ουσιώδης διαφορά, ήταν ο θάνατος
μιας σχέσης, που όλοι πίστευαν πως ήταν
γραμμένη στα αστέρια. Εντάξει, ίσως όχι
όλοι.
Σε
είδα πρώτη φορά στην αντανάκλαση μιας
βιτρίνας με χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Το πρόσωπό σου έμοιαζε
φυλακισμένο σε μια γυάλα
με νιφάδες χιονιού. Γύρισα αργά για να
συναντήσω τα μάτια σου να με εξετάζουν,
επιδοκιμαστικά, προκλητικά ίσως; Δεν
ήσουν σαν καμία άλλη γυναίκα που είχα
δει. Ψηλή και όμορφη, όχι παραδοσιακά.
Η εμφάνισή σου αυστηρή, αλλά φαινόταν
ότι είχες πλήρη επίγνωση του ερωτισμού
σου. Με ξένισες. Τα μάτια σου τόσο
ανοιχτόχρωμα που έμοιαζαν βιολετιά.
Μια βασίλισσα του χιονιού σε μια γυάλινη
σφαίρα.
Συστήθηκες.
Το έκανα και εγώ. Μου άρεσε που πήρες
την πρωτοβουλία. Με ιντρίγκαρε που με
κοίταζες στα μάτια αγέρωχα, χωρίς ντροπή
ή αμηχανία. Πρότεινες κρασί και ενέδωσα.
Βλέπεις, όλη η κοινή ζωή μας ήταν ακριβώς
αυτό το μοτίβο: εσύ να ρίχνεις το γάντι
και εγώ να το σηκώνω. Και ήταν στη πρώτη
γουλιά του βαθυκόκκινου που λέρωσε τα
χειίλη σου που αποφάσισα να σε πάρω.
Σε
κοίταζα και προσπαθούσα να βρω πάνω σου
ένα ψεγάδι. Μια αδυναμία, μια ατέλεια,
κάτι να σε ντροπιάζει. Δε μου έκανες
το χατήρι. Με παρακολουθούσες
με σταθερό βλέμμα και ένιωθα σαν να με
κρίνεις. Έβλεπα το χιόνι να πέφτει έξω
ήσυχα, εντελώς αδιάφορο
για αυτό που γεννιόταν στην
ψυχρή αγκαλιά του. Σε ήθελα. Ήθελα να
τσαλακώσω το πουκάμισο και την εικόνα
σου, ήθελα να προσπαθήσω να σε υποτάξω
γνωρίζοντας από την αρχή πως δεν ήσουν
άντρας που καταδυναστεύεται από μια
γυναίκα.
Γλυκιά
αίσθηση αδυναμίας και απελπισίας με
συνεπήρε. Θα σε αιχμαλώτιζα για λίγο,
απαλά σαν το πέταγμα μιας πεταλούδας,
στα χέρια μου κι ύστερα
θα σε άφηνα να πετάξεις πάλι μακρυά. Για
πάντα τέλειος και για πάντα δικός μου.
Δεν
πέρασαν παρά μόνο μερικοί μήνες μέχρι
να παντρευτούμε. Δεν ήταν κάρμα, αλλά
καπρίτσιο. Θέλαμε και οι δύο να ρισκάρουμε
και για λίγο να αποδείξουμε ότι μπορούμε
να ανήκουμε κάπου. Όμορφα
γλυκόπικρα ψέματα, καλέ μου.
Μια
συμφωνία, αυτό κάναμε. Εγώ συμφώνησα να
είμαι κυρία στο πλευρό σου, καθωσπρέπει,
διακριτική και εσύ… Εσύ
με χαρά δέχτηκες να σπας όλες τις μάσκες
όταν ήσουν μαζί μου, να δείχνεις το πάθος
σου και τη διαστροφή σου ακόμα, να γίνεσαι
απρεπής να γίνεσαι ο χειρότερος εαυτός
σου. Δε θα σου πω ψέματα, αγαπούσα και
τις δύο όψεις σου, αλλά μόνο με τη μια
μπορούσα να ζω…
Πέρασαν
έτσι δύο χρόνια. Δύο χρόνια που έμοιαζαν
αιώνες ή στιγμές, αγαπημένη. Δε σε ήξερα
καλά ακόμα αλλά ούτε εσύ εμένα. Αν
γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον, πράγμα που
κινδύνευε να συμβεί με τον χρόνο και
την τριβή ίσως να παύαμε
να αγαπιόμαστε και να σεβόμαστε αυτό
που είχαμε δημιουργήσει. Με αυτές τις
σκέψεις ξύπνησα και ήρθα να σε βρώ.
Καθόσου στο περβάζι του παραθύρου με
τη λευκή ρόμπα σου και διάβαζες ένα από
τα «Άνθη του κακού».
Σκεφτηκα ότι ο τίτλος αυτός θα μπορούσε
να αναφέρεται σε σένα και σου είπα «Αγάπη
μου, νομίζω έφτασε ή ώρα».
Με
κοίταξες εύθυμα και σηκώθηκες. Με πήρες
από το χέρι και με οδήγησες στην
κάμαρά μας. Δεν είχαμε
ποτέ κάνει έρωτα, παρά μόνο εκείνο το
τελευταίο πρωινό. Δεν είπες κουβέντα
αλλά τα μάτια και το κορμί σου, μου
ούρλιαζαν. Άκουσα κάθε λέξη σου, καλή
μου.
Ξάπλωσα
στην αγκαλιά σου για μια τελευταία
ανάσα. Σε μελέτησα. Το πρόσωπό σου, πάντα
αυστηρό, τα μαλλιά σου, πάντα σε τάξη κι
ας ήταν μακρυά σαν τα δικά μου σχεδόν.
Το σώμα σου, ατσαλάκωτο και πάλι. Έκλεισα
τα μάτια μου και με μιμήθηκες. Σηκώθηκα
και ντύθηκα, ενώ εσύ προσποιόσουν
οτι κοιμόσουν. Μωρό μου,
πάντα το μυαλό μας ήταν σαν ενας καθρέφτης
και πόσο σε αγαπάω για αυτό. Έφυγα
και δεν κοίταξα πίσω,
γιατί ήσουν ακόμα ένας πειρασμός για
μένα. Αλλά δε θα σε χαλούσα, αγαπημένε
μου.
Άνοιξα
τα μάτια μου τη στιγμή που έκλεισες
αθόρυβα σχεδόν τη πόρτα. Χαμογέλασα.
Πόσο μοιάζουμε, γλυκιά μου.
Σε
είδα ξανά και σε αγαπούσα πάντα το ίδιο.
Όταν οι συνθήκες ήταν ευνοικές, κοιμήθηκα
και πάλι μαζί σου, αλλά ποτέ με κάποιο
μέλλον. Μια χαμένη μάχη ήμαστε
και ας μείνουμε έτσι.
Η
αγκαλιά μου θα είναι πάντα ανοιχτή και
κλειστή και μόνο εσύ γνωρίζεις τι
σημαίνει αυτό.